Τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης αλλά και την κατάσταση των πολιτών περιλαμβάνει η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ).
Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ, τονίζει η έκθεση, προσθέτοντας πως μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ. Για το ίδιο διάστημα οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών, των οποίων το εισόδημα προέρχεται κυρίως από μισθωτή εργασία, παρέμεινε στάσιμη, η κατανάλωση των αυτοαπασχολούμενων περιορίστηκε, ενώ για τα νοικοκυριά στα οποία το κυρίως υπεύθυνο άτομο είναι εργοδότης αυξήθηκε και έγινε σχεδόν διπλάσια της αντίστοιχης των μισθωτών.
Ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα για το 2024 ξεπέρασε τον αντίστοιχο στην ΕΕ, ωστόσο έγινε αρνητικός το α΄ τρίμηνο του 2025.
Την ίδια ώρα, τo 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε τον ήπιο ρυθμό μεγέθυνσής της, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%. Σε αυτό συνέβαλαν κατανάλωση (1,5%) και οι επενδύσεις (0,7%), ενώ αρνητική συμβολή είχαν η δημόσια κατανάλωση (-0,8%) και οι καθαρές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (-2%).
Η έκθεση αναφέρει επίσης πως οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις. Το 2023 το ύψος των επενδυτικών χορηγήσεων αντιστοιχούσε στο 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων. Το μέγεθος αυτό ήταν το υψηλότερο στην ΕΕ, με τον λόγο αυτό να είναι 15% στη δεύτερη σε κατάταξη Πολωνία.
Επίσης, η Ελλάδα εμφάνισε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (80,3%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Παράλληλα, δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δεν διασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα των απασχολουμένων. Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.
Την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο 5 μειώθηκε κατά 4,7%. Μεταξύ των 11 βασικών κλάδων της οικονομίας η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε οκτώ, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε μόλις σε δύο. Η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μετουσιώνεται σε αυξημένα πραγματικά ωρομίσθια. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα το μερίδιο κερδών αυξήθηκε και το μερίδιο μισθών υποχώρησε. Ειδικότερα, το 2024 το μερίδιο κερδών στην Ελλάδα ήταν 50,2% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ ήταν 41% του ΑΕΠ.