Τρίτη, 30 Ιουλίου 2013
Η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (Μουντιάλ)
1ο Παγκόσμιο Κύπελλο (Ουρουγουάη, 1930)
Οι παίκτες της Ουρουγουάης πανηγυρίζουν την κατάκτηση του 1ου Παγκοσμίου Κυπέλλου
Η FIFA
αποφάσισε η πρεμιέρα του νέου θεσμού να γίνει στην Ουρουγουάη, που ήταν
η κάτοχος του ολυμπιακού χρυσού μεταλλίου και παράλληλα γιόρταζε τα 100
χρόνια από την ανεξαρτησίας της. Ήταν η πρώτη και μοναδική διοργάνωση
Παγκοσμίου Κυπέλλου, που έγινε χωρίς προκριματικό γύρο.
Η
FIFA κάλεσε όλες τις εθνικές ομάδες - μέλη της να συμμετάσχουν, αλλά το
ταξίδι στην άλλη άκρη της γης ήταν σχεδόν απαγορευτικό, κυρίως για τις
ευρωπαϊκές ομάδες. Οι οικονομικές συνθήκες της εποχής ήταν δύσκολες,
εξαιτίας και του Χρηματιστηριακού Κραχ το 1929.
Το
Μάιο του 1930, δύο μήνες πριν από την πρεμιέρα της διοργάνωσης, καμία
ομάδα δεν είχε δηλώσει συμμετοχή. Θορυβημένος ο Πρόεδρος της FIFA, Ζιλ
Ριμέ, παρενέβη κι έπεισε την κυβέρνηση της Ουρουγουάης να καλύψει τα
έξοδα των ομάδων. Παρά τη θετική ανταπόκριση της διοργανώτριας χώρας,
μόνο τέσσερεις ευρωπαϊκές ομάδες έκαναν το διαρκείας τριών εβδομάδων
θαλάσσιο ταξίδι για το Μοντεβιδέο
Τελικά,
13 ομάδες θα λάβουν μέρος στο 1o Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και θα
γράψουν ιστορία: Βέλγιο, Γαλλία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία από την
Ευρώπη, Ουρουγουάη, Αργεντινή, Χιλή, Μεξικό, Περού, Βραζιλία, Βολιβία,
ΗΠΑ και Παραγουάη από την Αμερική. Οι ομάδες χωρίστηκαν σε 4 ομίλους και
ο πρώτος κάθε ομίλου θα περνούσε στα ημιτελικά της διοργάνωσης. Όλοι οι
αγώνες έγιναν στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, Μοντεβιδέο, και στα
γήπεδα Σεντενάριο, Ποσίτος και Πάρκε Σεντράλ.
Η αφίσα της διοργάνωσης
Η διοργάνωση ξεκίνησε στις 3 μετά το μεσημέρι της 13ης Ιουλίου
1930 με δύο αγώνες. Η Γαλλία νίκησε 4-1 το Μεξικό, με τον γάλλο Λισιέν
Λοράν να επιτυγχάνει το παρθενικό γκολ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ οι ΗΠΑ
επικράτησαν 3-0 του Βελγίου. Τα 5 γκολ που σημειώθηκαν στον αγώνα
Γαλλίας - Μεξικού παρέμειναν τα περισσότερα για εναρκτήριο αγώνα
Μουντιάλ έως το 2006, οπότε το σχετικό ρεκόρ καταρρίφθηκε στον αγώνα
Γερμανίας - Κόστα Ρίκα 4-2.
Στα
ημιτελικά συναντήθηκαν η Αργεντινή με τις ΗΠΑ και η Ουρουγουάη με τη
Γιουγκοσλαβία. Ουρουγουάη και Αργεντινή προκρίθηκαν στον τελικό με το
ίδιο σκορ, το χορταστικό 6-1 επί των αντιπάλων τους.
Ο τελικός έγινε στις 30 Ιουλίου στο επιβλητικό Σεντενάριο του
Μοντεβιδέο, ενώπιον 93.000 θεατών. Η Ουρουγουάη σήκωσε το πρώτο
Κύπελλο, νικώντας στον τελικό την Αργεντινή με 4-2, ανατρέποντας το εις
βάρος της 2-1 του πρώτου ημιχρόνου. Τα γκολ σημείωσαν: 12' Δοράδο (Ο),
20' Πεουσέλε (Α), 37' Στάμπιλε (Α), 58' Σέα (Ο), 68' Ιριάρτε (Ο) και 89'
Κάστρο (Ο).
Οι συνθέσεις των ομάδων:
- ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ: Μπαγιεστέρος, Νασάζι, Μασκερόνι, Αντράδε, Φερνάντες, Χεστίδο, Δοράδο, Σκαρόνε Κάστρο, Σέα, Ιριάρτε.
- ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ: Μποτάσο,Ντελατόρε,Πατερνόστερ, Χ. Εβαρίστο, Μόντι, Σονάρες, Πεουσέλε, Βαράγιο, Στάμπιλε, Φερέιρα, Μ. Εβαρίστο.
Πρώτος
σκόρερ της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο μεγάλος αργεντίνος επιθετικός
Γκιγιέρμο Στάμπιλε με 8 γκολ. Ο παρτενέρ του στην επίθεση των αλμπισελέστε Φρανσίσκο
Βαράγιο είναι ο μόνος επιζών του τελικού εκείνου. Μεγάλα αστέρια του
1ου Παγκοσμίου Κυπέλλου αναδείχθηκαν οι ουρουγουανοί Σκαρόνε, Σέα και
Κάστρο, οι αργεντίνοι Στάμπιλε, Μόντι και Φερέιρα και ο γιουγκοσλάβος
Σέκουλιτς.
Παρά την απουσία των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων, η διοργάνωση πέτυχε εισπρακτικά. Οι εισπράξεις ανήλθαν στα 280.000 δολάρια, ποσό από το οποίο οι ουρουγουανοί έβγαλαν και κέρδος.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2013
Η Κουβανική Επανάσταση
Την τελευταία μέρα του 1958, ο διεφθαρμένος δικτάτορας της Κούβας,
Φουλχένσιο Μπατίστα, εγκαταλείπει την Αβάνα, κάτω από τη λαϊκή
κατακραυγή. Μαζί με την κουστωδία του μεταφέρει και μια μικρή περιουσία:
300 εκατομμύρια δολάρια, προϊόν κατάχρησης από τα δημόσια ταμεία. Οι "μπαρμπούδος" (γενειοφόροι) του Φιντέλ Κάστρο βρίσκονται προ των πυλών!
Οι προσπάθειες του νεαρού γενειοφόρου δικηγόρου για την ανατροπή του Μπατίστα είχαν ξεκινήσει στις 26 Ιουλίου του 1953, με την αποτυχημένη επίθεση στους στρατώνες Μονκάδα. Οι 119 επαναστάτες, που πραγματοποιούν την επίθεση, κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν. Ο Φιντέλ διασώζεται, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 ετών.
Το Νοέμβριο του 1956, σε μία κρίση μεγαλοψυχίας, ο Μπατίστα δίνει χάρη στον Φιντέλ, ο οποίος διαφεύγει στο Μεξικό για να ετοιμάσει το νέο γύρο αντιπαράθεσης με τον δικτάτορα. Στην ομάδα των 82, που θα ξεκινήσει την εποποιία της Κουβανικής Επανάστασης, προστίθεται και ο Τσε Γκεβάρα.
Το Νοέμβριο του 1956, οι επαναστάτες του Φιντέλ αποβιβάζονται στις ακτές της Κούβας. Αρχίζουν κλεφτοπόλεμο με τις δυνάμεις του Μπατίστα στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Στόχος τους να κερδίσουν πρώτα την υποστήριξη των αγροτών και στη συνέχεια των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις, παρά τη φθορά που προκαλούν στις τάξεις των ανταρτών, χάνουν πολύ γρήγορα το παιγνίδι. Άμαθες στον ανταρτοπόλεμο, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη προς τους επαναστάτες.
Ο Μπατίστα βλέπει το τέλος της εξουσίας του να πλησιάζει. Έτσι, αποφασίζει στις 31 Δεκεμβρίου του 1958 να εγκαταλείψει τη χώρα. Την επομένη, Πρωτοχρονιά του 1959, οι «μπαρμπούδος του Φιντέλ Κάστρο εισέρχονται θριαμβευτικά στην Αβάνα!
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Οι προσπάθειες του νεαρού γενειοφόρου δικηγόρου για την ανατροπή του Μπατίστα είχαν ξεκινήσει στις 26 Ιουλίου του 1953, με την αποτυχημένη επίθεση στους στρατώνες Μονκάδα. Οι 119 επαναστάτες, που πραγματοποιούν την επίθεση, κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν. Ο Φιντέλ διασώζεται, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 ετών.
Το Νοέμβριο του 1956, σε μία κρίση μεγαλοψυχίας, ο Μπατίστα δίνει χάρη στον Φιντέλ, ο οποίος διαφεύγει στο Μεξικό για να ετοιμάσει το νέο γύρο αντιπαράθεσης με τον δικτάτορα. Στην ομάδα των 82, που θα ξεκινήσει την εποποιία της Κουβανικής Επανάστασης, προστίθεται και ο Τσε Γκεβάρα.
Το Νοέμβριο του 1956, οι επαναστάτες του Φιντέλ αποβιβάζονται στις ακτές της Κούβας. Αρχίζουν κλεφτοπόλεμο με τις δυνάμεις του Μπατίστα στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Στόχος τους να κερδίσουν πρώτα την υποστήριξη των αγροτών και στη συνέχεια των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις, παρά τη φθορά που προκαλούν στις τάξεις των ανταρτών, χάνουν πολύ γρήγορα το παιγνίδι. Άμαθες στον ανταρτοπόλεμο, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη προς τους επαναστάτες.
Ο Μπατίστα βλέπει το τέλος της εξουσίας του να πλησιάζει. Έτσι, αποφασίζει στις 31 Δεκεμβρίου του 1958 να εγκαταλείψει τη χώρα. Την επομένη, Πρωτοχρονιά του 1959, οι «μπαρμπούδος του Φιντέλ Κάστρο εισέρχονται θριαμβευτικά στην Αβάνα!
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Τρίτη, 23 Ιουλίου 2013
Το Ντιτρόιτ καίγεται: 46 χρόνια από την εξέγερση του 1967
Σαρανταέξι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του μεγάλου και ζεστού καλοκαιριού του 1967 στη πόλη Ντιτρόιτ, ξέσπασε μια από τις πλέον θανατηφόρες και βίαιες εξεγέρσεις στην ιστορία των ΗΠΑ την οποία συνόδευσε ένα τεράστιο κύμα ρατσιστικής βίας. Η αφορμή δόθηκε από την έφοδο της αστυνομίας σε παράνομο μπαρ όπου Αφροαμερικανοί βετεράνοι στρατιώτες γιόρταζαν την επιστροφή τους από τα μέτωπα του Βιετνάμ. Η αντίδραση ήταν οργισμένη και οι ταραχές που ακολούθησαν κράτησαν τέσσερις ημέρες και νύχτες αφήνοντας πίσω τους 43 νεκρούς, 467 τραυματίες, χιλιάδες συλλήψεις και πάνω από 2.000 κατεστραμμένα κτίρια. Επιμέλεια: Ευαγγελία Ασημακοπούλου
Οι λόγοι της εξέγερσης ήταν φυσικοί κοινωνικοί, οικονομικοί και φυλετικοί. Μάλιστα κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στο Ντιτρόιτ ήταν συνεχείς οι εντάσεις μεταξύ μαύρων και λευκών για τις θέσεις εργασίας στις πολεμικές βιομηχανίες.
Όμως η εξέγερση του 1967 γνωστή και ως η εξέγερση της 12ης οδού, ήταν αξιοσημείωτη όχι μόνο για την διάρκεια της αλλά και για το σύνολο των δυνάμεων που τέθηκαν σε συναγερμό από την πολιτεία και τις ομοσπονδιακές αρχές ώστε να κατασταλούν οι ταραχές στην πόλη που τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο τότε κυβερνήτης της πολιτείας Τζορτζ Ρόμνει έστειλε στους δρόμους την τοπική εθνοφρουρά κι όταν αυτή απέτυχε ο πρόεδρος έστειλε 8.000 πεζοναύτες κάνοντας χρήση του νόμου του 1807 «κατά των εξεγέρσεων».
Πολύ πριν ακόμη η ηρεμία επανέλθει στην πόλη, ιστορίες επιθέσεων, ξυλοδαρμών και δολοφονιών είδαν το φως της δημοσιότητας. Μεταξύ αυτών η αποκάλυψη του δημοσιογράφου Τζον Χέρσει, ότι η αστυνομία του Ντιτρόιτ δολοφόνησε τρεις νεαρούς μαύρους σε ένα μοτέλ του Ντιτρόιτ κατά την διάρκεια της εξέγερσης.
Κατά την διάρκεια των γεγονότων ο μεγάλος φωτογράφος Λι Μπάλτερμαν απαθανάτισε τις σκηνές που διαδραματίζονταν στους δρόμους του Ντιτρόιτ. Σαράντα έξι χρόνια μετά το περιοδικό Life παραθέτει τις σημαντικότερες από αυτές.
Για την ιστορία, το Ντιτρόιτ ιδρύθηκε το 1701 από Γάλλους εμπόρους γουναρικών ενώ καθώς ήταν τοποθετημένο πάνω στο ποταμό Ντιτρόιτ στις μεσοδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελούσε μεγάλο λιμάνι. Αργότερα η πόλη έγινε γνωστή ως το παγκόσμιο κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, έχοντας για χρόνια το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όλες τις ΗΠΑ.
Όμως στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες που βρίσκονταν στη πόλη, μεταφέρθηκαν σε άλλες αμερικάνικες πολιτείες ή στη Κίνα και στη Βραζιλία. «Η αυτοκινητοβιομηχανία έπρεπε να αλλάξει ή να εξελιχθεί. Δυστυχώς, το Ντιτρόιτ δεν το έκανε. Τα θεωρήσαμε όλα δεδομένα» δήλωσε ο Ντέιβιντ Κόουλ, γιος ενός εκ των προέδρων της General Motors.
Σήμερα είναι μία «μίζερη πόλη», όπως χαρακτηρίστηκε το 2012 από το περιοδικό Forbes. Το ένα τρίτο της έκτασης του Ντιτρόιτ να είναι είτε ακατοίκητο, είτε εγκαταλελειμμένο. Το 47 % των πολιτών του είναι αναλφάβητο. Το 60% των παιδιών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Πλέον ο δείκτης εγκληματικότητας στη πόλη είναι πέντε φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ ο δείκτης των δολοφονιών είναι 11 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Η αστυνομία, - που λόγω έλλειψης προσωπικού μένει ανοιχτή για το κοινό 8 ώρες την ημέρα - εξιχνιάζει μόνο το 10% των υποθέσεων που αναλαμβάνει. Η εγκληματικότητα είναι τόσο αυξημένη που οι αρχές προειδοποιούν ότι «εισέρχεστε στο Ντιτρόιτ με δική σας ευθύνη».
Η πόλη του Ντιτρόιτ στις 18 Ιουλίου του 2013, υπέβαλε αίτηση πτώχευσης με χρέος που φτάνει τα 18 δις δολάρια. Αυτή τη στιγμή το Ντιτρόιτ χρωστά σε περισσότερους από 100.000 δανειστές.
Από το tvxs.
Σάββατο, 20 Ιουλίου 2013
Μπρους Λι (1940 – 1973)
Ηθοποιός, συγγραφέας, θρύλος των πολεμικών τεχνών και λαϊκό είδωλο.
Γεννήθηκε ως Λι Χου Φαν στο Σαν Φρανσίσκο στις 27 Νοεμβρίου
1940 και τρεις μήνες αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο
Χονγκ Κονγκ, καθώς ο πατέρας του ήταν διάσημος τραγουδιστής στην
κινεζική όπερα.
Σε
ηλικία έξι ετών έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, σε μία
κινέζικη ταινία, για να ακολουθήσουν πολλοί τέτοιοι ρόλοι σε
μελοδραματικές συνήθως παραγωγές. Επί οκτώ χρόνια εμυείτο στα μυστικά
των πολεμικών τεχνών της Ανατολής και ειδικότερα στο κουνγκ-φου, που
βασίζεται στη φιλοσοφία του ταοϊσμού και του ζεν.
Όταν
ενηλικιώθηκε πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει φιλοσοφία. Κατά τη
διάρκεια των σπουδών του δεν έπαψε ποτέ να εξασκείται στο κουνγκ-φου.
Τον απασχολούσε πολύ το αν οι σύγχρονες εκδοχές των αρχαίων κινεζικών
πολεμικών τεχνών εκπλήρωναν τις αρχικές προθέσεις των ιδρυτών τους. Γι'
αυτό μελετούσε την ιστορία της τέχνης του και προσπαθούσε να προσεγγίσει
την ουσία της διανοητικά. «Οι πολεμικές τέχνες είναι ενδοσκόπηση και
φιλοσοφία» έλεγε.
Στο
Πανεπιστήμιο του Σιάτλ γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Λίντα, με
την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ως φοιτητής έκανε μαθήματα κινεζικών στο
πανεπιστήμιο για να βγάζει χαρτζιλίκι. Σε ένα από αυτά ήρθε κι εκείνη
μαζί με μια κινέζα συμφοιτήτριά της. Άρχισαν να κάνουν παρέα και μετά
από πολλές εξόδους με κοινούς φίλους τη ζήτησε σε ραντεβού. Η
Αμερικανίδα με τα κόκκινα μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια γοητεύτηκε
από το όμορφο μείγμα Ανατολής και Δύσης που τέλεια ενσάρκωνε ο Λι.
Εξέπεμπε την εσωτερική ευγένεια και αξιοπρέπεια των ανατολικών λαών, ενώ
ταυτόχρονα είχε ένα διαπεραστικό χιούμορ, που ταίριαζε σε άνθρωπο της
Δύσης. Χειριζόταν την αμερικανική αργκό τόσο άνετα όσο μιλούσε και
αρκετές κινεζικές διαλέκτους.
Ο
Μπρους και η Λίντα παντρεύτηκαν ένα απόγευμα του 1964 στο εκκλησάκι του
πανεπιστημίου. Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσαν να λάβει μέρος σε μια
επίδειξη κουνγκ-φου στην Καλιφόρνια και εκεί συνέβη κάτι που άλλαξε τη
ζωή του. Την επίδειξη έτυχε να παρακολουθήσει ένας διάσημος κομμωτής του
Χόλιγουντ και μεγάλος οπαδός των πολεμικών τεχνών. Εκείνος μετέφερε
ενθουσιασμένος τα νέα για κάποιον νεαρό εν ονόματι Μπρους Λι, με
μοναδικό στυλ και εμφάνιση, σε ένα φίλο του παραγωγό ταινιών. Το
αποτέλεσμα ήταν ένα πενταετές συμβόλαιο για την τηλεόραση. Το ζεύγος Λι
μετακομίζει στο Χόλιγουντ.
Ο
Λι έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό με την τηλεοπτική σειρά «The
Green Hornet». Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και πολεμούσε το έγκλημα και την
αδικία. Συνέχισε να εξασκείται στις πολεμικές τέχνες και άρχισε να
διαμορφώνει έναν δικό του συνδυασμό κινήσεων κουνγκ-φου και μποξ, τον
οποίο ονόμασε Jeet Kune Do. Του άρεσε η ευελιξία στις πολεμικές τέχνες
και γι' αυτό ποτέ δεν προτίμησε το στυλιζαρισμένο και άκαμπτο καράτε.
Θωρούσε μάλιστα χαζό και ανούσιο το να σπάει κανείς τούβλα και τοίχους
με το χέρι του: «Έχετε δει ποτέ κανένα τούβλο να ζητάει καβγά; Δεν έχουν
νόημα αυτά τα πράγματα. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν πρόκειται να
σταθεί ποτέ έτσι ακίνητος να περιμένει πότε θα τον χτυπήσεις».
Ο
Λι, όμως, δεν ήταν γνωστός στα πλατό του Χόλιγουντ μόνο για τη
συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές. Οι διάσημοι «σκληροί» του
κινηματογράφου, όπως ο Στιβ Μακ Κουήν είχαν βρει στο πρόσωπό του τον
τέλειο δάσκαλο. Τους δίδασκε πώς να δίνουν ένα σωστό και αληθοφανές
«ξύλο» για τις ανάγκες των ταινιών τους και τους χρέωνε 150 δολάρια την ώρα.
Στην
πορεία, ο Λι κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος ήταν αυτό που πραγματικά
ήθελε να κάνει και αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής. «Η
ηθοποιία είναι το επάγγελμά μου, ενώ οι πολεμικές τέχνες και η εξάσκησή
μου σ' αυτές είναι κάτι προσωπικό» είχε πει. Επέστρεψε στην πατρίδα του
και έκανε το Χονγκ Κονγκ έδρα των δραστηριοτήτων του.
Η
πρώτη του ταινία «Το Μεγάλο Αφεντικό» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με
εισπράξεις ενός εκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε τρεις ημέρες στις αίθουσες
του Χονγκ Κονγκ, κατέρριψε το ρεκόρ που ως τότε κατείχε το μιούζικαλ «Η
μελωδία της ευτυχίας». Ακολούθησαν με την ίδια εισπρακτική επιτυχία οι
ταινίες του: «Ματωμένες γροθιές του Καράτε (1972), «Ο κίτρινος δράκος
του Χονγκ-Κονγκ» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας»
(1973), που εκτόξευσαν τη φήμη του σε όλο τον κόσμο.
Πέθανε ξαφνικά στις 20 Ιουλίου
1973, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία του ταινία, η οποία έφερε τον
ειρωνικό τίτλο «Θανάσιμο παιχνίδι». Η μυθολογία γύρω από τον θάνατο του
Μπρους Λι οργιάζει ακόμη και σήμερα, παρ' όλο που η επίσημη εκδοχή
εξακολουθεί να είναι «εγκεφαλική αιμορραγία». Οι στενές και ενίοτε
συγκρουόμενες σχέσεις του με την κινεζική μαφία κάνουν τους
περισσότερους οπαδούς και φίλους του να μιλούν για δολοφονία. Αυτό το
σενάριο ωστόσο δεν αφορά απλά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά τη
διακύβευση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στα πλοκάμια του κινεζικού
παρακράτους.
Η
λιγότερο γνωστή δράση του θρύλου των πολεμικών τεχνών αφορά στο
γράψιμο. Από τα 22 ως τα 32 του χρόνια ο Μπρους Λι κατέγραφε συστηματικά
τις σκέψεις του και τις εμπειρίες του. Οι σημειώσεις του έφθασαν τους
επτά τόμους. Τα γραπτά του απετέλεσαν υλικό για την έκδοση ενός βιβλίου
που κυκλοφόρησε όσο ήταν εν ζωή και για τη συγγραφή πολλών άρθρων του
πάνω στη θεωρία και στη φύση της άοπλης πάλης που δημοσιεύτηκαν στον
Τύπο. Οι οριστικές σκέψεις του Μπρους Λι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του
«Jeet Kune Do: Σχόλια του Bruce Lee επάνω στην πολεμική ατραπό», που
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Οξύ».
Ο
Μπρους Λι παραμένει και σήμερα αρκετά δημοφιλής και γύρω του έχει
στηθεί μια επικερδής βιομηχανία. Ό,τι φέρει την υπογραφή του
μοσχοπουλιέται σε δημοπρασίες, ενώ η ιστοσελίδα του (www.bruceleefoundation.com)
δέχεται εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς,
θεωρείται ίνδαλμα αντιστοίχου βεληνεκούς με τον Τζέιμς Ντιν, τον Έλβις
Πρίσλεϊ και τη Μέριλιν Μονρόε. Άλλωστε, το αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ το συμπεριέλαβε στους «100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα».
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Τετάρτη, 17 Ιουλίου 2013
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ξεκίνησε στις 17 Ιουλίου 1936 με την εξέγερση του στρατού και ολοκληρώθηκε την 1η Απριλίου
1939 με την ήττα των αριστερών και φιλελεύθερων δυνάμεων που κατείχαν
την εξουσία και τη νίκη των εθνικιστών του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο,
που επέβαλε δικτατορία.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η πολιτική ζωή στην Ισπανία είχε πολωθεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Η Μοναρχία είχε καταργηθεί και η αριστερά διεκδικούσε την αναδιανομή της γης, την αυτονομία των περιοχών που συνιστούσαν την Ισπανία (Καταλονία, Βασκωνία κλπ) και τον περιορισμό της δύναμης της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας.
Το 1936 η Αριστερά, αλλά και δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο, συνασπίσθηκαν και ανέβηκαν στην εξουσία. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση της χώραςυπονομεύθηκε, τόσο από τους αναρχικούς, που αποτελούσαν πιο σημαντική δύναμη από τους κομμουνιστές, όσο και από τους ακροδεξιούς φαλαγγίτες και τους καρλιστές (φιλοβασιλικούς).
Οι εκατέρωθεν αιματηρές αψιμαχίες δεν άργησαν να προκαλέσουν την εξέγερση του στρατού, που στασίασε πρώτα στο Μαρόκο και τις άλλες αποικίες της Ισπανίας και στη συνέχεια στο εσωτερικό της χώρας. Ιδίως οι νεαροί αξιωματικοί στους οποίους στηρίχθηκε ο Φράνκο πίστευαν ότι η Ισπανία ήταν υπό «ερυθρά απειλή» και ότι έπρεπε πάση θυσία να υπερασπίσουν τον χριστιανικό πολιτισμό. Η δια των όπλων αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο «Ισπανίες» ήταν γεγονός.
Από τη μία πλευρά ήταν οι «Δημοκράτες». Στις τάξεις τους συνυπήρχαν φιλελεύθεροι αστοί, σοσιαλιστές, αναρχικοί (CNT, FAI), τροτσκιστές (POUM) και το μικρό, αλλά ιδιαίτερα δραστήριο Κομμουνιστικό Κόμμα, που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε παρά να είναι φιλοσοβιετικό. Η ετερόκλητη αυτή συμμαχία διακρινόταν για τα αντικληρικαλιστικά πιστεύω και διατηρούσε τη μεγαλύτερη δύναμή της στις πόλεις. Στο πλευρό της στάθηκε η συντηρητική Βασκωνία (Χώρα των Βάσκων), που διεκδικούσε, όπως και η Καταλονία, μεγαλύτερη αυτονομία από την κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Από την άλλη πλευρά, οι Εθνικιστές εκπροσωπούσαν τους δεξιούς, τους ακροδεξιούς και τους φιλοβασιλικούς, ενώ αντλούσαν τη δύναμή τους από τους αγρότες, την πλουτοκρατία της Ισπανίας και την Καθολική Ισπανία. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, επιδίωκαν ένα συγκεντρωτικό κράτος και αντιτίθεντο στις αυτονομιστικές τάσεις της Βασκωνίας και της Καταλονίας.
Οι
δυνάμεις του Φράνκο είχαν σχεδόν από την αρχή την υποστήριξη της
φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, με έμψυχο και άψυχο
υλικό. Η Γαλλία βοήθησε στην αρχή τη νόμιμη κυβέρνηση της Μαδρίτης, ενώ
σταθεροί σύμμαχοί της παρέμειναν η Σοβιετική Ένωση και το Μεξικό. Οι
περισσότερες δημοκρατικές χώρες της Δύσης κράτησαν επισήμως ουδέτερη
στάση.Ο πόλεμος στα τρία χρόνια που διήρκεσε ήταν άγριος και ανελέητος,
όπως κάθε εμφύλιος. Ωμότητες διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές, αλλά
τα θύματα ήσαν σαφώς περισσότερα από την πλευρά των Δημοκρατικών. Ο
συνολικός αριθμός των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου δεν είναι μέχρι
σήμερα εξακριβωμένος. Οι νεκροί υπολογίζονται από 300.000 ως 1.000.000.
Οι Δημοκρατικοί στην επίθεση των δυνάμεων του Φράνκο απάντησαν με επιθέσεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που θεωρούσαν καταπιεστικό θεσμό και υποστηρικτή του παλαιού καθεστώς. Υπήρξαν σφαγές του κλήρου και εκτεταμένες πυρπολήσεις ναών και μοναστηριών. 12 επίσκοποι, 283 καλόγριες, 2.365 μοναχοί και 4.184 ιερείς υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν από τους Δημοκρατικούς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου.
Οι Εθνικιστές, από την πλευρά τους, προέβησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιπάλων τους και διαφωνούντων, δρόμο με δρόμο, πόρτα με πόρτα, εκμισθώνοντας συχνά τις υπηρεσίες ανθρώπων του υποκόσμου. Πιο γνωστό θύμα τους, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι εθνικιστές του Φράνκο είχαν στη διάθεσή τους υπέρτερο αριθμό και ποιότητα οπλισμού. Πραγματοποίησαν εκτεταμένους βομβαρδισμούς με αεροπλάνα, που έθεσαν στη διάθεσή τους ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Ο βομβαρδισμός της βασκικής πόλης Γκερνίκα (Γκουέρνικα), έμεινε στην ιστορία, χάρις στον περίφημο πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και προκάλεσε κύμα συμπάθειας και ενεργού συμπαράστασης από χιλιάδες αντιφασίστες σε όλο τον κόσμο, που έσπευσαν να ενταχθούν στις κομμουνιστικής εμπνεύσεως «Διεθνείς Ταξιαρχίες». Περίπου 50.000 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Δημοκρατικών και 10.000 από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις χώρες τους. Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες, γύρω στους 300, παρότι τη χώρα μας κυβερνούσε το φασίζον καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τον Φράνκο, δεν δίστασε να πουλήσει πολεμοφόδια στους Δημοκρατικούς, σε μια εποχή που η χώρα μας είχε ανάγκη το ξένο συνάλλαγμα. Τη «δουλειά» ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο πανέξυπνος επιχειρηματίας Μποδοσάκης (Πρόδρομος Αθανασιάδης) με την «Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου».
Η ετερόκλητη σύνθεση των Δημοκρατικών και η αλληλοϋπονόμευση στο εσωτερικό τους συνέτειναν στην κατάρρευση της κυβέρνησή τους. Με την κατάληψη της Βαρκελώνης (26 Ιανουαρίου 1939) και της Μαδρίτης (28 Μαρτίου 1939), ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Ο Φράνκο ήταν, πλέον, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Επέβαλε μία στυγνή και φασίζουσα δικτατορία, η οποία κατέρρευσε με τον θάνατό του το 1975, οπότε η Ισπανία ανέπνευσε ξανά τον αέρα της Δημοκρατίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η πολιτική ζωή στην Ισπανία είχε πολωθεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Η Μοναρχία είχε καταργηθεί και η αριστερά διεκδικούσε την αναδιανομή της γης, την αυτονομία των περιοχών που συνιστούσαν την Ισπανία (Καταλονία, Βασκωνία κλπ) και τον περιορισμό της δύναμης της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας.
Το 1936 η Αριστερά, αλλά και δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο, συνασπίσθηκαν και ανέβηκαν στην εξουσία. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση της χώραςυπονομεύθηκε, τόσο από τους αναρχικούς, που αποτελούσαν πιο σημαντική δύναμη από τους κομμουνιστές, όσο και από τους ακροδεξιούς φαλαγγίτες και τους καρλιστές (φιλοβασιλικούς).
Οι εκατέρωθεν αιματηρές αψιμαχίες δεν άργησαν να προκαλέσουν την εξέγερση του στρατού, που στασίασε πρώτα στο Μαρόκο και τις άλλες αποικίες της Ισπανίας και στη συνέχεια στο εσωτερικό της χώρας. Ιδίως οι νεαροί αξιωματικοί στους οποίους στηρίχθηκε ο Φράνκο πίστευαν ότι η Ισπανία ήταν υπό «ερυθρά απειλή» και ότι έπρεπε πάση θυσία να υπερασπίσουν τον χριστιανικό πολιτισμό. Η δια των όπλων αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο «Ισπανίες» ήταν γεγονός.
Από τη μία πλευρά ήταν οι «Δημοκράτες». Στις τάξεις τους συνυπήρχαν φιλελεύθεροι αστοί, σοσιαλιστές, αναρχικοί (CNT, FAI), τροτσκιστές (POUM) και το μικρό, αλλά ιδιαίτερα δραστήριο Κομμουνιστικό Κόμμα, που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε παρά να είναι φιλοσοβιετικό. Η ετερόκλητη αυτή συμμαχία διακρινόταν για τα αντικληρικαλιστικά πιστεύω και διατηρούσε τη μεγαλύτερη δύναμή της στις πόλεις. Στο πλευρό της στάθηκε η συντηρητική Βασκωνία (Χώρα των Βάσκων), που διεκδικούσε, όπως και η Καταλονία, μεγαλύτερη αυτονομία από την κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Από την άλλη πλευρά, οι Εθνικιστές εκπροσωπούσαν τους δεξιούς, τους ακροδεξιούς και τους φιλοβασιλικούς, ενώ αντλούσαν τη δύναμή τους από τους αγρότες, την πλουτοκρατία της Ισπανίας και την Καθολική Ισπανία. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, επιδίωκαν ένα συγκεντρωτικό κράτος και αντιτίθεντο στις αυτονομιστικές τάσεις της Βασκωνίας και της Καταλονίας.
Οι Δημοκρατικοί στην επίθεση των δυνάμεων του Φράνκο απάντησαν με επιθέσεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που θεωρούσαν καταπιεστικό θεσμό και υποστηρικτή του παλαιού καθεστώς. Υπήρξαν σφαγές του κλήρου και εκτεταμένες πυρπολήσεις ναών και μοναστηριών. 12 επίσκοποι, 283 καλόγριες, 2.365 μοναχοί και 4.184 ιερείς υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν από τους Δημοκρατικούς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου.
Οι Εθνικιστές, από την πλευρά τους, προέβησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιπάλων τους και διαφωνούντων, δρόμο με δρόμο, πόρτα με πόρτα, εκμισθώνοντας συχνά τις υπηρεσίες ανθρώπων του υποκόσμου. Πιο γνωστό θύμα τους, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι εθνικιστές του Φράνκο είχαν στη διάθεσή τους υπέρτερο αριθμό και ποιότητα οπλισμού. Πραγματοποίησαν εκτεταμένους βομβαρδισμούς με αεροπλάνα, που έθεσαν στη διάθεσή τους ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Ο βομβαρδισμός της βασκικής πόλης Γκερνίκα (Γκουέρνικα), έμεινε στην ιστορία, χάρις στον περίφημο πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και προκάλεσε κύμα συμπάθειας και ενεργού συμπαράστασης από χιλιάδες αντιφασίστες σε όλο τον κόσμο, που έσπευσαν να ενταχθούν στις κομμουνιστικής εμπνεύσεως «Διεθνείς Ταξιαρχίες». Περίπου 50.000 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Δημοκρατικών και 10.000 από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις χώρες τους. Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες, γύρω στους 300, παρότι τη χώρα μας κυβερνούσε το φασίζον καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τον Φράνκο, δεν δίστασε να πουλήσει πολεμοφόδια στους Δημοκρατικούς, σε μια εποχή που η χώρα μας είχε ανάγκη το ξένο συνάλλαγμα. Τη «δουλειά» ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο πανέξυπνος επιχειρηματίας Μποδοσάκης (Πρόδρομος Αθανασιάδης) με την «Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου».
Η ετερόκλητη σύνθεση των Δημοκρατικών και η αλληλοϋπονόμευση στο εσωτερικό τους συνέτειναν στην κατάρρευση της κυβέρνησή τους. Με την κατάληψη της Βαρκελώνης (26 Ιανουαρίου 1939) και της Μαδρίτης (28 Μαρτίου 1939), ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Ο Φράνκο ήταν, πλέον, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Επέβαλε μία στυγνή και φασίζουσα δικτατορία, η οποία κατέρρευσε με τον θάνατό του το 1975, οπότε η Ισπανία ανέπνευσε ξανά τον αέρα της Δημοκρατίας.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
- Τζορτζ Οργουελ: «Φόρος τιμής στην Καταλωνία» (εκδ. «Ελεύθερος Τύπος»)
- Ερνεστ Χέμινγουέϊ: «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» (εκδ. Καστανιώτη)
- Θανάσης Σφήκας: «Η Ελλάδα και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος» (εκδ. «Στάχυ»)
- Παντελής Καρύκας: «Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος» (εκδ. «Επικοινωνίες»)
- Άντονι Μπίβορ: «Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος»
Κυριακή, 30 Ιουνίου 2013
Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Ρούντολφ Ες
Αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους του Ναζιστικού Κόμματος. Έλαβε χώρα το Σαββατοκύριακο της 30ης Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 1934 σ' ένα τουριστικό θέρετρο στα περίχωρα του Μονάχου. Πρωταγωνιστές, από τη μία πλευρά ο Αδόλφος Χίτλερ και οι άμεσοι συνεργάτες του Γκέρινγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ και από την άλλη τα ηγετικά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA (Sturmabteilung), που είχε επικεφαλής τον φίλο και συναγωνιστή του Χίτλερ, Ερνστ Ρεμ. Η έκφραση «Η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπως έμεινε στην ιστορία το περιστατικό, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από τους θρύλους του Βασιλιά Αρθούρου.
Η SA ήταν μια μαζική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Ναζιστικού), που βοήθησε τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με τις τρομοκρατικές μεθόδους, που εφάρμοσε. Το καλοκαίρι του 1933 οι επικρίσεις στις τάξεις της είχαν κορυφωθεί για την πορεία που ακολουθούσε το κόμμα. Πολλά από τα μέλη των «Φαιοχιτώνων», όπως είναι γνωστή στη χώρα μας η SA, είχαν πάρει πολύ σοβαρά το δεύτερο συνθετικό του τίτλου και κατηγορούσαν τον Χίτλερ ότι απεμπόλησε τις αρχές του Σοσιαλισμού από το πρόγραμμα του κόμματος.
Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με το μεγάλο κραχ του 1929 στη Γουόλ Στριτ και την επακολουθήσασα οικονομική κρίση στη Γερμανία, που προκάλεσε εκτεταμένη ανεργία. Για τους άνεργους γερμανούς το όνειρο για μια καλύτερη ζωή περνούσε μέσα από τις τάξεις των Φαιοχιτώνων. Το 85% των μελών τους ανήκε στην εργατική τάξη. Έτσι, ανέπτυξαν μια σοσιαλιστική συνείδηση, η οποία γρήγορα τους αποξένωσε από τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του Ναζιστικού Κόμματος, που προέτασσε το εθνικιστικό στοιχείο. Επιπλέον, ζητούσαν η SA να γίνει ο πυρήνας του νέου γερμανικού στρατού.
Ο Χίτλερ, παρόλο που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας από τη θέση του καγκελάριου, πάντα είχε στο μυαλό του την περίπτωση ανατροπής του. Η πανίσχυρη SA με αρχηγό τον φίλο και συνοδοιπόρο του Ερνστ Ρεμ ήταν μια απειλή, όχι μόνο για τον Χίτλερ, αλλά για το στρατό και τους επιχειρηματίες που δεν καλόβλεπαν τις εξισωτικές τους θεωρίες. Όλοι τον πίεζαν να λάβει μέτρα. Η δύναμη του Ρεμ προκαλούσε το φθόνο και των εσωκομματικών του αντιπάλων Γκέριγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ. Οι τέσσερις αυτοί επιφανείς ναζιστές, με κατασκευασμένα στοιχεία, έπεισαν τον Χίτλερ ότι ο Ρεμ ετοίμαζε πραξικόπημα για την ανατροπή του.
Ο Χίτλερ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση. Κάλεσε σε μια επείγουσα σύσκεψη τα ηγετικά στελέχη των Φαιοχιτώνων στο ξενοδοχείο «Χανσελμπάουερ» στο θέρετρο Μπαντ Βίσε, κοντά στο Μόναχο. Απώτερος στόχος του ήταν να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Ο Χίτλερ εισέβαλε ο ίδιος στο δωμάτιο του Ρεμ και τον συνέλαβε επ' αυτοφώρω στο κρεβάτι με δύο νεαρούς. Ο Ρεμ ήταν γνωστός για τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, η οποία προκαλούσε πονοκεφάλους στα ηγετικά κλιμάκια του Ναζιστικού Κόμματος. Μόλις αντίκρισε το θέαμα, ο Χίτλερ φέρεται να του είπε: «Να, ποιοι θέλουν να κυβερνήσουν την Γερμανία!» και αμέσως έδωσε εντολή να τον συλλάβουν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο ίδιος ο Χίτλερ τον σκότωσε. Τις επόμενες ώρες, πολλά στελέχη των Φαιοχιτώνων συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στις 13 Ιουλίου 1934 ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο γερμανικό λαό ότι 61 άτομα εκτελέστηκαν για την εναντίον του συνωμοσία, 13 σκοτώθηκαν, ενώ προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη και 3 αυτοκτόνησαν. Σύνολο 77. Ορισμένοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό των εκτελεσθέντων σε 400. Ο Χίτλερ, με αρκετή δόση αλαζονείας, δικαιολόγησε την πράξη του: «Αν κάποιος με ρωτήσει γιατί δεν έστειλα τους συνωμότες στη δικαιοσύνη, ένα έχω να τους πω: Είμαι υπεύθυνος για τη μοίρα του γερμανικού λαού και γι' αυτό έγινα ο υπέρτατος κριτής»
Με τις αιματηρές εκκαθαρίσεις τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το ναζιστικό κόμμα επέβαλε τον απόλυτο έλεγχό του στο κράτος, ο Χίτλερ έγινε ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος του κόμματος και κέρδισε την εμπιστοσύνη του στρατού. Τα SS ανεξαρτητοποιήθηκαν από την SA, που υποβαθμίστηκε στη ναζιστική κρατική και κομματική δομή. Κράτος και Κόμμα στη Γερμανία ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να χρησιμοποιήσουν την ωμή και κτηνώδη βία τους, προκειμένου να εκπληρώσουν τους πολιτικούς τους στόχους.
Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2013
Το πρώτο ντέρμπι των «αιωνίων»
Ο Ολυμπιακός αμέσως μετά την ίδρυσή του
Ο Ολυμπιακός ως σωματείο είχε ζωή μόλις ολίγων μηνών (ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1925) και είχε προλάβει να κατακτήσει το πρωτάθλημα Πειραιά. Ο Παναθηναϊκός μετρούσε ήδη 17 χρόνια αθλητικού βίου και έξι πρωταθλήματα Ελλάδας, τα οποία όμως δεν αναγνωρίζονται από την ΕΠΟ.
Πλήθος κόσμου ανηφόρισε στο γήπεδο της Περιβόλας στους Αμπελόκηπους (σήμερα γήπεδο «Απόστολος Νικολαΐδης») για να παρακολουθήσει τον αγώνα, που είχε διαφημιστεί αρκετά από τις εφημερίδες τις προηγούμενες ημέρες. Υπολογίζεται ότι στο κατάμεστο γήπεδο, που δεν διέθετε εξέδρες, βρέθηκαν 6.000 φίλαθλοι, οπαδοί και των δύο ομάδων, εκείνο το καυτό καλοκαιρινό κυριακάτικο απόγευμα της 28ης Ιουνίου. Οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν ενώπιον του διαιτητή Α. Καμπουρόπουλου με τις ακόλουθες συνθέσεις:
Παναθηναϊκός: Καλογερόπουλος, Απόστολος Νικολαΐδης (παίκτης-προπονητής), Περαντάκος, Λουκάς Πανουργιάς, Ανδρεάδης, Θεοφανίδης, Ανδρίτσος, Σωτήρης Ασπρογέρακας, Παντερμαλής, Σιδηρόπουλος, Γεωργιάδης.
Ολυμπιακός: Κλειδουχάκης, Αλεκάκης, Βασιλείου, Πεζώνης, Μ. Λεκός, Βλάσσης, Τάκης Λεκός, Κ. Ανδριανόπουλος, Γ. Ανδριανόπουλος, Ι. Ανδριανόπουλος (παίκτης-προπονητής), Β. Ανδριανόπουλος.
Σχεδόν αμέσως με το εναρκτήριο λάκτισμα (6:15 μ.μ.) ο Ολυμπιακός χάνει την πρώτη μεγάλη ευκαιρία, όταν το δυνατό σουτ του Ι. Ανδριανόπουλου αποκρούει δύσκολα ο Καλογερόπουλος. Τα πρώτα 25 λεπτά της συνάντησης σημαδεύονται από τα πολλά φάουλ εκατέρωθεν, με αποτέλεσμα ο αγώνας να διεξάγεται «χωρίς τάξιν και συνοχήν», όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής. Ο Παναθηναϊκός προηγείται με απευθείας φάουλ του Νικολαΐδης στο 9ο λεπτό και ο Ολυμπιακός ισοφαρίζει με πέναλτι στο επόμενο λεπτό (ο σκόρερ δεν αναφέρεται). Στο 13ο λεπτό ο Νικολαΐδης βάζει και πάλι μπροστά στο σκορ τον Παναθηναϊκό.Γύρω στο 25ο λεπτό τα αίματα ανάβουν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Ένας παίκτης του Ολυμπιακού διαμαρτύρεται έντονα προς τον διαιτητή και αυτός προς γενική κατάπληξη αποχωρεί από το γήπεδο. Από τα δημοσιεύματα της εποχής δεν ξεκαθαρίζεται αν ο διαιτητής έφυγε με δική του πρωτοβουλία ή με απαίτηση των παικτών του Ολυμπιακού. Ο αγώνας διακόπτεται για 20 λεπτά μέχρις ότου η ΕΠΣΑ (Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών), που είχε υπό την ευθύνη της τον αγώνα, ορίσει νέο διαιτητή, τον Δ. Χοντζόπουλο.
Ο αγώνας επαναρχίζει και ο Ολυμπιακός κατορθώνει να ισοφαρίσει σε 2-2, με σκόρερ έναν από τους Ανδριανοπουλαίους, προτού οι ομάδες πάνε στα αποδυτήρια για την ανάπαυλα του ημιχρόνου. Κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου η ένταση στον αγωνιστικό χώρο μεταφέρθηκε και στην «εξέδρα». Γράφει η εφημερίδα Εμπρός (φύλλο της 29/6/1925):
Στην επανάληψη «ο αγών διεξάγεται ομαλώτερος και με καλυτέραν συνοχήν των ομάδων». Ο Παναθηναϊκός επιτυγχάνει τρίτο γκολ με αμφισβητούμενο πέναλτι και προηγείται με 3-2. Ωστόσο, οι παίκτες του Ολυμπιακού δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη και με έναν από τους τέσσερις Ανδριανοπουλαίους ισοφαρίζουν σε 3-3, λίγα λεπτά πριν από το σφύριγμα της λήξης.“Ας σημειωθεί ότι δεν διεξήγοντο μόνο ποδοσφαιρικοί αγώνες, αλλά και αθλητικοί, μποξ, πάλης κλπ έξω του στίβου εις τας τάξεις των φιλάθλων. Οι Πειραιείς και οι Αθηναίοι είχον πιασθή εις τα χέρια εν τη υπερβολική συμπαθεία δια τας αγωνιζομένας ομάδας. Ως εκ τούτου πολύ δικαίως εχαρακτηρίσθη όχι αγών μεταξύ δύο ομάδων, αλλά των δύο πόλεων.”
Παρά το χορταστικό σκορ, ο αγώνας δεν φαίνεται να εντυπωσίασε τον αρμόδιο συντάκτη του μηνιαίου περιοδικού Αθλητική Επιθεώρησις (τεύχος Ιουνίου 1925):
Αντίθετα, η εφημερίδα Εμπρός έγραψε ότι «ο αγών υπήρξε ωραίος και θεαματικότατος ως εκ της τεχνικής τελειότητος και των δύο ομάδων, αίτινες είχαν διαθέση τα καλύτερα αυτών στοιχεία. Αμφότεραι αι ομάδες ηγωνίσθησαν με αριστοτεχνικήν δεξιότητα χωρίς καμμίαν άσκοπον κίνησιν και με πολλήν χάριν».“Γενικώς κρίνοντες τον αγώνα τούτον δεν έχομεν να διατυπώσωμεν, οία αναμένομεν, ευνοϊκά συμπεράσματα. Η ομάς του Παναθηναϊκού εσημείωσε ως σύνολον σημαντικήν βελτίωσιν οφειλομένην εις αρκετούς νέους παίκτας της, σημειούμεν το παιγνίδι του Λ. Πανουργιά ως χαφ δεξιού, τον Νικολαίδην ως μπακ και του τερματοφύλακος Καλογεροπούλου, επίσης και οι Παντερμαλής και Ασπρογέρακας εβοήθησαν πολύ καλά το παιγνίδι. Η ομάς του Ολυμπιακού αφετέρου απέδειξε καλλιτέραν επιθετικήν ενέργειαν οφειλομένην εις την απαράμιλλον γραμμήν της επιθέσεώς της των αδελφών Ανδριανοπούλων και του Τάκη Λεκού έσχε όμως μεγάλην ατυχίαν εις τα σουτ. Εκ των παικτών της ο Βλάσσης, ο Λεκός, ο Πεζώνης ως χαφ και ο Αλεκάκης ως μπακ έπαιξαν με μεγάλην θέλησιν και προσπάθειαν. Ο Κλειδουχάκης εις το ύψος του.”
Από την επομένη του αγώνα οι εφημερίδες προεξοφλούσαν ότι θα γίνει επαναληπτικός για την ανάδειξη του άτυπου πρωταθλητή Ελλάδας. Λόγω διαφωνιών, ο αγώνας αυτός δεν έγινε ποτέ.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Σάββατο, 22 Ιουνίου 2013
Τζον Ντίλιγκερ (1903 – 1934)
Ένας από τους πιο διάσημους κακοποιούς, ο Τζον Ντίλιγκερ (John Dillinger) γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου
του 1903 στην Ιντιάνα των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ήταν παντοπώλης και ενεργό
μέλος της εκκλησίας. Παρότι αυστηρών ηθών, έκανε όλα τα χατίρια στον
γιο του, επειδή έμεινε ορφανός από μητέρα πολύ μικρός, σε ηλικία τριών
ετών. Αυτή η επιείκεια, ενδεχομένως, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη
διάπλαση του εγκληματικού χαρακτήρα του.
Από παιδί ακόμα, ο Τζον Ντίλιγκερ υπήρξε μέλος διάφορων συμμοριών. Είχε την πρώτη συνάντησή του με το νόμο στα δέκα του χρόνια, όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, επειδή έκλεψε κάρβουνα με τη συμμορία του, τη «βρώμικη δωδεκάδα».
Το 1923 κατατάχθηκε στο αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Μπέριλ Χόβιους. Παρότι προσπάθησε να νοικοκυρευτεί, δεν μπορούσε να κρατήσει καμία δουλειά και ο γάμος του σύντομα διαλύθηκε.
Ένα βράδυ του 1923 μέθυσε με έναν φίλο του, τον Έντγκαρ Σίγκλετον, και λήστεψαν μαζί ένα παντοπωλείο. Ο Σίγκλετον κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο Ντίλιγκερ συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Οι περισσότεροι συγκρατούμενοί του ήταν διαβόητοι ληστές τραπεζών. Έτσι, κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων που έμεινε έγκλειστος, μετατράπηκε σ’ έναν στυγνό εγκληματία.
Όταν αποφυλακίστηκε, το 1933, άρχισε αμέσως τις ληστείες τραπεζών. Μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 11 τράπεζες, αφήνοντας πίσω του 15 νεκρούς και 17 τραυματίες αστυνομικούς και πολίτες, ενώ σκοτώθηκαν και 11 μέλη της συμμορίας του.
Τον Ιανουάριο του 1934 ο Ντίλιγκερ και οι σύντροφοί του συνελήφθησαν. Τρεις μήνες αργότερα κατάφεραν να αποδράσουν και ξανάρχισαν αμέσως τις ληστείες. Το FBI τον χαρακτήρισε ως τον «Υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο», ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης τον επικήρυξε με 10.000 δολάρια.
Σε μία προσπάθεια να μπερδέψει τις αρχές, ο Ντίλιγκερ υποβλήθηκε σε μια σειρά πλαστικών επεμβάσεων, αλλάζοντας το πρόσωπο και τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Προδόθηκε, όμως, από έναν έμπιστο συνεργάτη του. Στις 22 Ιουλίου του 1934 η αστυνομία του έστησε ενέδρα έξω από ένα θέατρο του Σικάγου και κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών ο Ντίλιγκερ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το αν ο άντρας που σκοτώθηκε ήταν όντως ο Τζον Ντίλιγκερ, καθώς λόγω των πλαστικών επεμβάσεων δεν κατέστη δυνατή η αναγνώρισή του με απόλυτη βεβαιότητα.
Από παιδί ακόμα, ο Τζον Ντίλιγκερ υπήρξε μέλος διάφορων συμμοριών. Είχε την πρώτη συνάντησή του με το νόμο στα δέκα του χρόνια, όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, επειδή έκλεψε κάρβουνα με τη συμμορία του, τη «βρώμικη δωδεκάδα».
Το 1923 κατατάχθηκε στο αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Μπέριλ Χόβιους. Παρότι προσπάθησε να νοικοκυρευτεί, δεν μπορούσε να κρατήσει καμία δουλειά και ο γάμος του σύντομα διαλύθηκε.
Ένα βράδυ του 1923 μέθυσε με έναν φίλο του, τον Έντγκαρ Σίγκλετον, και λήστεψαν μαζί ένα παντοπωλείο. Ο Σίγκλετον κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο Ντίλιγκερ συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Οι περισσότεροι συγκρατούμενοί του ήταν διαβόητοι ληστές τραπεζών. Έτσι, κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων που έμεινε έγκλειστος, μετατράπηκε σ’ έναν στυγνό εγκληματία.
Όταν αποφυλακίστηκε, το 1933, άρχισε αμέσως τις ληστείες τραπεζών. Μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 11 τράπεζες, αφήνοντας πίσω του 15 νεκρούς και 17 τραυματίες αστυνομικούς και πολίτες, ενώ σκοτώθηκαν και 11 μέλη της συμμορίας του.
Τον Ιανουάριο του 1934 ο Ντίλιγκερ και οι σύντροφοί του συνελήφθησαν. Τρεις μήνες αργότερα κατάφεραν να αποδράσουν και ξανάρχισαν αμέσως τις ληστείες. Το FBI τον χαρακτήρισε ως τον «Υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο», ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης τον επικήρυξε με 10.000 δολάρια.
Σε μία προσπάθεια να μπερδέψει τις αρχές, ο Ντίλιγκερ υποβλήθηκε σε μια σειρά πλαστικών επεμβάσεων, αλλάζοντας το πρόσωπο και τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Προδόθηκε, όμως, από έναν έμπιστο συνεργάτη του. Στις 22 Ιουλίου του 1934 η αστυνομία του έστησε ενέδρα έξω από ένα θέατρο του Σικάγου και κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών ο Ντίλιγκερ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το αν ο άντρας που σκοτώθηκε ήταν όντως ο Τζον Ντίλιγκερ, καθώς λόγω των πλαστικών επεμβάσεων δεν κατέστη δυνατή η αναγνώρισή του με απόλυτη βεβαιότητα.
Πέμπτη, 21 Μαρτίου 2013
Αλκατράζ, ο «Βράχος» των φυλακισμένων
Στην εποχή της, ήταν η «φυλακή των φυλακών». Ακόμα και η σκέψη ότι κάποιος μπορεί να αποδράσει από εκεί ήταν αδιανόητη και όταν τρεις κρατούμενοι το κατάφεραν, η ιστορία τους έγινε ταινία. Το όνομά της θυμίζει μέχρι σήμερα την σκληρότερη πλευρά του σωφρονιστικού συστήματος: Αλκατράζ.Η πρώτη γραπτή αναφορά του νησιού, που βρίσκεται στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, έγινε από τον Ισπανό εξερευνητή Juan Manuel de Ayala το 1775, ο οποίος το ονόμασε «νησί των πελεκάνων» (σ.σ: στα ισπανικά «La Isla de los Alcatraces»). Εκείνη την εποχή και τουλάχιστον για έναν αιώνα ακόμα, το νησί καλυπτόταν από έναν μεγάλο αριθμό των εν λόγω πτηνών. Η εγγλέζικη κατοχή και η εγκαθίδρυση της αγγλικής γλώσσας, μετέτρεψε το «Alcatraces» σε Αλκατράζ.
Στην αρχή της λειτουργίας του, το 1850, υπό τον πρόεδρο Millard Fillmore, το Αλκατράζ προοριζόταν μόνο για στρατιωτική χρήση. Ωστόσο, η ανακάλυψη του χρυσού στη Σιέρα Νεβάδα έφερε πλούτο και ανάπτυξη στο Σαν Φρανσίσκο, το οποίο απαίτησε προστασία, καθώς είχε πλημμυρίσει από κυνηγούς χρυσού. Ως απάντηση, ο στρατός των ΗΠΑ κατασκεύασε ένα φρούριο πάνω στο νησί. Το 1859, εγκατατέστησαν πάνω από 100 κανόνια, καθιστώντας πλέον το -πλήρως εξοπλισμένο- Αλκατράζ το πιο οπλισμένο μέρος σε όλη την δυτική ακτή της Αμερικής.
Χωρίς να συμμετάσχει ποτέ σε μάχη, το φρούριο Αλκατράζ γρήγορα εξελίχθηκε από ένα νησί άμυνας σε ένα νησί κράτησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, όσοι συνελήφθησαν για εσχάτη προδοσία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου κατέληξαν στο νησί. Από τότε και για τα επόμενα εκατό χρόνια, ο μέσος όρος των κρατούμενων στο νησί κυμαίνεται από 200 έως 300 άτομα.
Μετά τον καταστροφικό σεισμό του Σαν Φρανσίσκο, το 1906, κρατούμενοι από τις γύρω φυλακές μεταφέρθηκαν στο Αλκατράζ. Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, οι φυλακισμένοι έφτιαξαν άλλο ένα χτίσμα, το οποίο λειτούργησε ως στρατιωτική φυλακή και έγινε ευρέως γνωστό με το όνομα «Βράχος».
Παρόλο που το Αλκατράζ επρόκειτο να γίνει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι φυλακισμένοι περνούσαν τις ημέρες τους κάνοντας διάφορες εργασίες και μελετώντας. Είχαν χτίσει γήπεδο μπέιζμπολ για να παίζουν, με στολές που έφτιαχναν μόνοι τους. Κάθε Παρασκευή βράδυ, διοργανώνονταν αγώνες πυγμαχίας μεταξύ των κρατουμένων, οι οποίες ονομάζονταν «Μάχες του Αλκατράζ».
Οι φυλακισμένοι άλλαξαν ολόκληρο το ξερό τοπίο του νησιού, φυτεύοντας τριανταφυλλιές, γκαζόν, παπαρούνες και κρίνα σε ολόκληρη την ανατολική του πλευρά. Σύμφωνα με τον αμερικανικό στρατό, το Αλκατράζ εκείνη την περίοδο ήταν ένα ίδρυμα ήπιας μεταχείρισης.
Τα πράγματα άλλαξαν την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, την δεκαετία του 1930. Η εισαγωγή τροφίμων στο νησί ήταν πλέον πολύ ακριβή και ανάγκασε τον στρατό να φύγει από το νησί, ενώ οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε ιδρύματα του Κάνσας και του Νιου Τζέρσεϋ.
Η «σκληρή» περίοδος του Αλκατράζ ξεκίνησε το 1934, όταν το ίδρυμα βρέθηκε στα χέρια του Ομοσπονδιακού Γραφείου Φυλακών. Το πρώην στρατιωτικό κέντρο κράτησης έγινε το πρώτο σωφρονιστικό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας σε όλη την Αμερική. Σχεδιάστηκε για να στεγάσει όσους θεωρούνταν στιγνοί εγκληματίες και όσους δημιουργούσαν φασαρίες σε άλλες ομοσπονδιακές φυλακές. Η απομονωμένη θέση του καθιστούσε το Αλκατράζ τόπο εξορίας και η καθημερινή αυστηρή ρουτίνα των φυλακών είχε στόχο να διδάξει πειθαρχία στους κρατουμένους.
Η Μεγάλη Ύφεση ήταν μια δύσκολη, σκληρή περίοδος για την σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Από αυτήν την άποψη, η αυστηρότητα του Αλκατράζ ταιριάζει στην εποχή του. Έγινε το σπίτι του Αλ Καπόνε, οποίος καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και πέρασε πέντε χρόνια στο νησί και ίσως του πιο διάσημου κρατούμενου που πέρασε στις ΗΠΑ, του δολοφόνου Robert «Birdman» Stroud από την Αλάσκα, ο οποίος έμεινε στο Αλκατράζ για 17 ολόκληρα χρόνια.
Η καθημερινή ζωή στην Ομοσπονδιακή Φυλακή του Αλκατράζ ήταν πολύ δύσκολη. Στους φυλακισμένους δόθηκαν μόνο τέσσερα δικαιώματα: ιατρική περίθαλψη, στέγη, τροφή και ρουχισμός. Όλα τα υπόλοιπα, ψυχαγωγικές δραστηριότητες ή επισκεπτήρια έπρεπε να κερδιθούν με σκληρή δουλειά. Όταν οι κρατούμενοι είχαν κακή συμπεριφορά, τιμωρούνταν. Δούλευαν εξωφρενικά ωράρια, και τους έδεναν στο πόδι μια σιδερένια μπάλα, την οποία έσερναν όπου πήγαιναν. Καμιά φορά κρατούνταν σε απομόνωση, τρώγοντας μόνο ψωμί και νερό.
Στα χρόνια λειτουργίας του σύγχρονου Αλκατράζ, η πιο σοβαρή εξέγερση των κρατουμένων, που εξελίχθηκε σε διήμερη μάχη, έγινε στις 4 Μαΐου του 1946. Τελικά, κατεστάλη έπειτα από επέμβαση μονάδων του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, με αποτέλεσμα 3 κρατούμενοι και 2 φύλακες να χάσουν τη ζωή τους και να τραυματιστούν περισσότερα από 15 άτομα. Ανά περιόδους, υπήρξαν 14 απόπειρες διαφυγής από περίπου 30 κρατούμενους. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν, αρκετοί πυροβολήθηκαν από τους φρουρούς και οι υπόλοιποι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο Σαν Φρανσίσκο. Καμία απόπειρα δεν ήταν επιτυχής, εκτός από μία, το 1962, που έμεινε στην ιστορία.
Τρεις κρατούμενοι, ο Φρανκ Μόρις και οι αδελφοί Κλάρενς και Τζον Ανγκλιν, δούλευαν επί μήνες στο κελί τους, φτιάχνοντας ένα τούνελ χρησιμοποιώντας νυχοκόπτες, κουτάλια και το μοτέρ ενός ανεμιστήρα από το οποίο έφτιαξαν ένα αυτοσχέδιο τρυπάνι. Κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το σύστημα εξαερισμού των φυλακών και, όταν βγήκαν από το κτίριο, επιβιβάστηκαν σε μία αυτοσχέδια βάρκα που έφτιαξαν από βαρέλια και αδιάβροχα. Από τότε, τα ίχνη τους χάθηκαν. Μερικοί πιστεύουν ότι οι τρεις δραπέτες έφτασαν ζωντανοί στην ξηρά, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πνίγηκαν, όπως πολλοί άλλοι, στα νερά του κόλπου.
Η διαφυγή τους αποτυπώθηκε κινηματογραφικά το 1979 στην ταινία «Απόδραση από το Αλκατράζ», με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ.
Οι φυλακές του Αλκατράζ είχαν άδοξο τέλος. Ήταν ακριβές στην λειτουργία τους, καθώς οι προμήθειες έπρεπε να έρχονται μέσω πλοίου. Δεν είχε καμία πηγή γλυκού νερού και σχεδόν ένα εκατομμύριο γαλόνια αποστέλλονταν κάθε εβδομάδα. Άλλωστε, η οικοδόμηση μιας φυλακή υψίστης ασφαλείας σε κάποιο άλλο μέρος ήταν πλέον ευκολότερη για την κυβέρνηση. Κάπως έτσι, στις 21 Μαρτίου του 1963, το Αλκατράζ σταμάτησε να λειτουργεί.
Τον Νοέμβριο του 1969, το νησί κατελήφθη για περισσότερο από 19 μήνες από μια ομάδα Ινδών του Σαν Φρανσίσκο, μέλη ενός ακτιβιστικού κινήματος, το οποίο ξεδιπλώθηκε στην Αμερική τη δεκαετία του '70, μέσα από δημόσιες διαμαρτυρίες. Το 1972, το Αλκατράζ ξεκίνησε να λειτουργεί ως πάρκο και το 1986 χαρακτηρίστηκε Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς μαγνήτες στο Σαν Φρανσίσκο.
Στην Ελλάδα, αντίστοιχη τοπογραφική ομοιότητα με τις φυλακές Αλκατράζ είχαν οι πρώην ναυτικές φυλακές της Ψυτάλλειας, έναντι της εισόδου στο λιμάνι του Πειραιά.
Από το tvxs.
Κυριακή, 17 Μαρτίου 2013
Σαν σήμερα το 1988 έφυγε απ' την ζωή ο Νικόλας Ασιμος
Για
τον ανατρεπτικό Νικόλα, τον άνθρωπο που επέλεξε τρόπο ζωής και θανάτου,
έξω από τα στάνταρ του κοινωνικού κατεστημένου, για τον καλλιτέχνη που
δήλωνε πίστη στον…. Δωδεκάθεο και στο …χάος, αναρωτιέται κανείς τι θα
μπορούσε να προσθέσει περισσότερο απ’ αυτά που λεν οι στίχοι του και το
χρώμα της φωνής του. Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσουμε, να προσεγγίσουμε
την ζωή και το καλλιτεχνικό έργο του Νικόλα Άσημου.
Διαβάζουμε από κείμενο του Λεωνίδα Χριστάκη που αναφέρεται στον Νικόλα Άσημο: «Εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1973 και κατοικούσε πάντα κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, όπου ήταν η αφετηρία όλων των δραστηριοτήτων του. Ζούσε και ανέπνεε επί δεκατρία χρόνια έχοντας μοναδικό όραμα να γράφει τραγούδια με δικούς του στίχους που να καυτηριάζουν το υφιστάμενο ανελεύθερο κοινωνικό και αστυνομικό σύστημα. Η καταγωγή του ήταν απ’ την Μακεδονία. Υποθέτω από ένα χωριό της Κοζάνης. Επιβίωνε τελείως περιθωριακά με το όνομα Νικόλας Άσημος που ήταν η αρχή ενός άλλου ολοκληρωμένου επώνυμου.
Και συνεχίζει ο Λεωνίδας Χρηστάκης το πόνημα του για τον Νικόλα Άσημο: «Κυκλοφορούσε σαν αλήτης. Πουλούσε –όταν δεν είχε χρήματα- περιοδικά έξω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου Αθηνών και ηχογραφούσε κασέτες με δικά του και ξένα ροκ τραγούδια και τις πουλούσε στο δρόμο. Αρκετές ώρες κάθε εικοσιτετράωρο την έβγαζε στα παγκάκια της πλατείας Εξαρχείων όπου ρητόρευε τις απόψεις του για μιαν ελευθεριακή κοινωνία, χωρίς μπάτσους, αστυνόμευση, με μόνη χαρά κι απασχόληση τα τραγούδια του για μια ανέμελη ζωή.
Ο Νικόλας Άσημος, μας γράφει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, όσες φορές επιχείρησε να βολευτεί σε μπουάτ ή να τραγουδήσει σε συναυλίες τσακωνόταν και τραγουδούσε απ’ έξω. Εκτός απ’ τις κασέτες του και έναν δίσκο που κυκλοφόρησε όσο ζούσε, εξέδωσε κι ένα βιβλίο με την ιστορία του και τους στίχους του με τίτλο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».
Γράφει, λοιπόν ο Νικόλας Ασιμος, προλογίζοντας το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους»: "Ετούτο το βιβλίο –κι ας φανεί παράξενο- δεν είναι δυνατόν να διωχθεί, γιατί ο συγγραφέας του από πάντοτε παλεύει για την ελεύθερη έκφραση και τόχει κατακτήσει το δικαίωμα τουλάχιστον για τον εαυτό του πληρώνοντας αντίτιμο χιλιάδες χαμαλίκια. Τυπώθηκε επίσης σε λιγοστά έντυπα και δεν πουλιέται στο εμπόριο, και όπου μοιράζεται η τιμή που πληρώνεις ίσα ίσα καλύπτει το κόστος της αναπαραγωγής του. Όχι τον κόπο του εκδότη-συγγραφέα, ούτε τον κόπο του μοιράσματος. Οποιος θέλει το πουλά, αλλά χωρίς κέρδος. Δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, διότι, παρ’ όλα όσα πιστεύει ο συγγραφέας, έχει και κάποια ψυχή τυπωμένη στο χαρτί, και δεν είναι δυνατόν να βρεθεί και να κατασχεθεί η ψυχή. Και εξ’ άλλου αυτός που τόγραψε τυχαίνει να είναι άγνωστος – ευρύτερα γνωστός. Και μια κατάσχεση θα τον έκανε ευρύτατα γνωστό χωρίς το «άγνωστος» και αυτό θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση και δεν συμφέρει στους κρατούντες, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται την διαφήμιση του".
Τελειώνοντας τον πρόλογο στο μοναδικό βιβλίο που έχει γράψει ο Νικόλας Ασιμος συμπληρώνει: «Τέλος το βιβλίο τούτο θα περάσει ντούκου και δεν θα γίνει ποτέ της μόδας, όσο ζει ο συγγραφέας του αλλά και από μόνο του. Διότι είναι –θάλεγε κανείς- «εκτός τόπου και χρόνου» παρ’ ότι αναφέρεται σε τόπο και σε χρόνο και απλοϊκά άτοπον. Ούτε καν δια της εις άτοπον απαγωγής αναγκαίον. Δεν έχει σημασία που θα διαβαστεί. Τόσο το χειρότερο πού θα διαβαστεί. Εξ άλλου είναι εκτός Νόμου. Οπερ σημαίνει πως είναι πέρα και πάνω από το Νόμο. Και τον Νόμο τον απορρίπτει ως χυδαίο κι άχρηστο και τονε ξεπερνά. Δεν είναι φτηνό παρά που η τιμή του ξεγελά. Δεν είναι καν πορνό. Δεν ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως: άπλυτα παπάδων, τραβεστί, μπουρδέλα, ροκ και τα τοιαύτα. Οσον αφορά το κάθε τι, και ότι, αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ, ως χαρακτηρισθέντας αλήτης και σχιζοειδής. Όχι συμφώνως τω Νόμο. Ουδεμίαν σχέση είχε ο Νόμος μ’ εμένα και εγώ μ’ αυτόν. Αλλά έτσι για το έτσι. Γιατί πάντα αναλαμβάνω την ευθύνη του τι κάνω. Και δε γίνεται το κάνω. Αλλά αυτό αποδεικνύει πως Γίνεται! Κάντο λοιπόν».
Γράφει στο βιβλίο του ο Νικόλας Άσημος: "Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θάμαι πια εγώ, θάνε αυτή η μάσκα που φοράνε στους πεθαμένους. Οσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν θα υπάρχουν. Οσο υπήρχα με φοβόσουν. Οσο υπήρχα δεν με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μην με διάβαζες ποτέ".
Στο διαδίκτυο μπορεί να συναντήσει κανείς δεκάδες ιστότοπους αφιερωμένους στην ζωή και στην δισκογραφία του Νικόλα Ασιμου. Γι αυτό δεν έχει νόημα να σταθούμε ιδιαίτερα στην βιογραφία και δισκογραφία αυτού του καλλιτέχνη. Αυτό που ίσως θα πρέπει να τονίσουμε είναι οι αντισυμβατικές επιλογές του σε όλες τις φάσεις τις ζωή του.
Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση. Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Ήταν επίσης αντίθετος με τους θεσμούς της σημερινής κοινωνίας (γάμος, παιδεία, θητεία στο στρατό, εμπορικά κυκλώματα κ.λ.π.) και η σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη, με την οποία απέκτησε μια κόρη το 1976 ήταν παράνομη με τα στάνταρ της εποχής.
Το ιδιαίτερο χιούμορ, οι ατάκες αλλά και η ανεξήγητη για κάποιους επιθετικότητα του Νικόλα Ασιμου έχουν αφήσει εποχή. Πιθανόν κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία να τον θυμούνται να κυκλοφορεί με ένα ποδήλατο στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβητό, στις διάφορες συναυλίες (έξω από το χώρο τέλεσής τους), στο οποίο είχε δέσει ένα τελάρο κουβαλώντας την πραμάτεια που πουλούσε. Γύρω στο ‘83 ανοίγει ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην Καλλιδρομίου στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής. Το ονομάζει “Χώρο προετοιμασίας”. Ήταν μαγαζί και σπίτι. Ήταν το πιθάρι του σύγχρονου Διογένη. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνιδάκια για τα παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που τιτλοφορείται «Χωρίς καβάντζα καμιά» είναι του Γιώργου Αλαμανή και αναφέρετε στον βίο και την πολιτεία του Νικόλα Ασιμου.«Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μια ενοχλητική μύγα στη μύτη του κόσμου». Εκτιμάει ο συγγραφέας που συμπληρώνει: «Τον Νικόλα Άσιμο, μία φύση αυθεντικά δημιουργική, που αυτοπυρπολήθηκε, επιτρέψτε μου να πω προκαταβολικά ότι δε θέλησα καθόλου να τον αγιογραφήσω, αλλά και καθόλου να τον αδικήσω. Μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να αποδοθούν ο βίος και η πολιτεία του ρεαλιστικά, να μη φαντάζει ούτε πιο "μικρός" ούτε πιο "μεγάλος". Γιατί, αν και υπήρξε δον-κιχοτικός, βιαστικός και περιπετειώδης, δε χωρεί για μένα καμιά αμφιβολία ότι συνομίλησε κάμποσες φορές με αυτό που λένε μεγάλη έμπνευση».
Και από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπαγέρη "Ο διάσημος Νικόλας Ασιμος" διαβάζουμε: "Αυτός ο επαναστάτης της πλατείας Εξαρχείων πρέπει κάποτε να δικαιωθεί. Αφού σήκωσε στους ώμους του τη χλεύη όλων εκείνων που «συσχέτιζαν κουτά» έπραξε τελικά ότι ο ίδιος πίστευε. Κόντρα σε όλους και σε όλα. Με το όποιο κατεστημένο: καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινωνικό στρατιωτικό. Αντιστάθηκε αταλάντευτα".
Με τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά ο Νικόλας Ασιμος. Σε φίλο του είχε εξομολογηθεί. "...Μια άλλη φορά θυμάμαι που έκανα τη μαλακία κι έδωσα συνέντευξη και μάλιστα γραφτή σε κάποια δημοσιογράφο, την Όλγα Μπακομάρου, όταν μου απαγόρευσαν το "Μηχανισμό ".
Παρ' όλο που 'χαμε συμφωνήσει ότι έτσι και υποχρεωθεί έστω και μια λέξη να αλλάξει,
να μην γράψει απολύτως τίποτε, αυτή δημοσίευσε συνέντευξη με άλλα λόγια, του κεφαλιού
και της νοοτροπίας της, και ούτε καν για την απαγόρεψη του δίσκου δεν ανέφερε.
Μου 'πε πως το 'κανε για το καλό μου, για να με προστατέψει, γιατί έτσι όπως πάω θα το φάω το κεφάλι μου.
Πόσοι μου το 'πανε αυτό! αλλά τουλάχιστο με θάψαν χωρίς να μ' αναφέρουνε.
Δε μου βάλαν λόγια που δεν είπα ποτέ.
Αλλά γι αυτό σας έχω κόψει όλους σας οριστικά, όπως κι εσείς με έχετε κομμένο αγαπητοί μου. ".
Σίγουρα θα μείνουν αξέχαστα τα βράδια σε όσους είχαν την τύχη να παρευρεθούν στην ταβέρνα «Πέμπτη Εποχή» στην Πλάκα όπου στο πάλκο βρισκόταν ο Νικόλας Ασιμος μαζί με τον Θανάση Γκαϊφύλια και τον Πάνο Τζαβέλα. Είναι συγκινητικό επίσης το τραγούδι που του αφιέρωσε ο Πάνος Τζαβέλας μετά τον θάνατο του Ασιμου.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε επίσης την βάναυση κρατική καταστολή που δέχτηκε ο Νικόλας Ασιμος αφού ήταν κόκκινο πανί για το πολιτικό σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του. Δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες φορές τον είχαν μπουζουριάσει οι μπάτσοι, κύρια κατηγορώντας τον για αλητεία και όχι μόνο, τον ξυλοφόρτωναν και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Και σαν να μην έφτανε αυτό τον κατηγόρησαν άδικα για βιασμό κάποιας κοπέλας, τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο και του υπέβαλαν ηλεκτροσόκ, ένα γεγονός που σημάδεψε την περαιτέρω ζωή του
Το φινάλε της ζωής του το έγραψε ο Νικόλας Ασιμος τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μάρτη 1988, με τον τρόπο που είχε επιλέξει ο ίδιος. Μπορεί να έφυγε απ’ την ζωή ο καλλιτέχνης, τα τραγούδια του όμως θα εξακολουθούν να φιλοξενούνται σε πολλές δισκοθήκες και να ακούγονται στις συναυλίες όπως και στους ρ/σ που έχουν περιεχόμενο και άποψη.
Διαβάζουμε από κείμενο του Λεωνίδα Χριστάκη που αναφέρεται στον Νικόλα Άσημο: «Εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1973 και κατοικούσε πάντα κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, όπου ήταν η αφετηρία όλων των δραστηριοτήτων του. Ζούσε και ανέπνεε επί δεκατρία χρόνια έχοντας μοναδικό όραμα να γράφει τραγούδια με δικούς του στίχους που να καυτηριάζουν το υφιστάμενο ανελεύθερο κοινωνικό και αστυνομικό σύστημα. Η καταγωγή του ήταν απ’ την Μακεδονία. Υποθέτω από ένα χωριό της Κοζάνης. Επιβίωνε τελείως περιθωριακά με το όνομα Νικόλας Άσημος που ήταν η αρχή ενός άλλου ολοκληρωμένου επώνυμου.
Και συνεχίζει ο Λεωνίδας Χρηστάκης το πόνημα του για τον Νικόλα Άσημο: «Κυκλοφορούσε σαν αλήτης. Πουλούσε –όταν δεν είχε χρήματα- περιοδικά έξω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου Αθηνών και ηχογραφούσε κασέτες με δικά του και ξένα ροκ τραγούδια και τις πουλούσε στο δρόμο. Αρκετές ώρες κάθε εικοσιτετράωρο την έβγαζε στα παγκάκια της πλατείας Εξαρχείων όπου ρητόρευε τις απόψεις του για μιαν ελευθεριακή κοινωνία, χωρίς μπάτσους, αστυνόμευση, με μόνη χαρά κι απασχόληση τα τραγούδια του για μια ανέμελη ζωή.
Ο Νικόλας Άσημος, μας γράφει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, όσες φορές επιχείρησε να βολευτεί σε μπουάτ ή να τραγουδήσει σε συναυλίες τσακωνόταν και τραγουδούσε απ’ έξω. Εκτός απ’ τις κασέτες του και έναν δίσκο που κυκλοφόρησε όσο ζούσε, εξέδωσε κι ένα βιβλίο με την ιστορία του και τους στίχους του με τίτλο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».
Γράφει, λοιπόν ο Νικόλας Ασιμος, προλογίζοντας το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους»: "Ετούτο το βιβλίο –κι ας φανεί παράξενο- δεν είναι δυνατόν να διωχθεί, γιατί ο συγγραφέας του από πάντοτε παλεύει για την ελεύθερη έκφραση και τόχει κατακτήσει το δικαίωμα τουλάχιστον για τον εαυτό του πληρώνοντας αντίτιμο χιλιάδες χαμαλίκια. Τυπώθηκε επίσης σε λιγοστά έντυπα και δεν πουλιέται στο εμπόριο, και όπου μοιράζεται η τιμή που πληρώνεις ίσα ίσα καλύπτει το κόστος της αναπαραγωγής του. Όχι τον κόπο του εκδότη-συγγραφέα, ούτε τον κόπο του μοιράσματος. Οποιος θέλει το πουλά, αλλά χωρίς κέρδος. Δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, διότι, παρ’ όλα όσα πιστεύει ο συγγραφέας, έχει και κάποια ψυχή τυπωμένη στο χαρτί, και δεν είναι δυνατόν να βρεθεί και να κατασχεθεί η ψυχή. Και εξ’ άλλου αυτός που τόγραψε τυχαίνει να είναι άγνωστος – ευρύτερα γνωστός. Και μια κατάσχεση θα τον έκανε ευρύτατα γνωστό χωρίς το «άγνωστος» και αυτό θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση και δεν συμφέρει στους κρατούντες, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται την διαφήμιση του".
Τελειώνοντας τον πρόλογο στο μοναδικό βιβλίο που έχει γράψει ο Νικόλας Ασιμος συμπληρώνει: «Τέλος το βιβλίο τούτο θα περάσει ντούκου και δεν θα γίνει ποτέ της μόδας, όσο ζει ο συγγραφέας του αλλά και από μόνο του. Διότι είναι –θάλεγε κανείς- «εκτός τόπου και χρόνου» παρ’ ότι αναφέρεται σε τόπο και σε χρόνο και απλοϊκά άτοπον. Ούτε καν δια της εις άτοπον απαγωγής αναγκαίον. Δεν έχει σημασία που θα διαβαστεί. Τόσο το χειρότερο πού θα διαβαστεί. Εξ άλλου είναι εκτός Νόμου. Οπερ σημαίνει πως είναι πέρα και πάνω από το Νόμο. Και τον Νόμο τον απορρίπτει ως χυδαίο κι άχρηστο και τονε ξεπερνά. Δεν είναι φτηνό παρά που η τιμή του ξεγελά. Δεν είναι καν πορνό. Δεν ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως: άπλυτα παπάδων, τραβεστί, μπουρδέλα, ροκ και τα τοιαύτα. Οσον αφορά το κάθε τι, και ότι, αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ, ως χαρακτηρισθέντας αλήτης και σχιζοειδής. Όχι συμφώνως τω Νόμο. Ουδεμίαν σχέση είχε ο Νόμος μ’ εμένα και εγώ μ’ αυτόν. Αλλά έτσι για το έτσι. Γιατί πάντα αναλαμβάνω την ευθύνη του τι κάνω. Και δε γίνεται το κάνω. Αλλά αυτό αποδεικνύει πως Γίνεται! Κάντο λοιπόν».
Γράφει στο βιβλίο του ο Νικόλας Άσημος: "Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θάμαι πια εγώ, θάνε αυτή η μάσκα που φοράνε στους πεθαμένους. Οσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν θα υπάρχουν. Οσο υπήρχα με φοβόσουν. Οσο υπήρχα δεν με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μην με διάβαζες ποτέ".
Στο διαδίκτυο μπορεί να συναντήσει κανείς δεκάδες ιστότοπους αφιερωμένους στην ζωή και στην δισκογραφία του Νικόλα Ασιμου. Γι αυτό δεν έχει νόημα να σταθούμε ιδιαίτερα στην βιογραφία και δισκογραφία αυτού του καλλιτέχνη. Αυτό που ίσως θα πρέπει να τονίσουμε είναι οι αντισυμβατικές επιλογές του σε όλες τις φάσεις τις ζωή του.
Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση. Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Ήταν επίσης αντίθετος με τους θεσμούς της σημερινής κοινωνίας (γάμος, παιδεία, θητεία στο στρατό, εμπορικά κυκλώματα κ.λ.π.) και η σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη, με την οποία απέκτησε μια κόρη το 1976 ήταν παράνομη με τα στάνταρ της εποχής.
Το ιδιαίτερο χιούμορ, οι ατάκες αλλά και η ανεξήγητη για κάποιους επιθετικότητα του Νικόλα Ασιμου έχουν αφήσει εποχή. Πιθανόν κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία να τον θυμούνται να κυκλοφορεί με ένα ποδήλατο στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβητό, στις διάφορες συναυλίες (έξω από το χώρο τέλεσής τους), στο οποίο είχε δέσει ένα τελάρο κουβαλώντας την πραμάτεια που πουλούσε. Γύρω στο ‘83 ανοίγει ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην Καλλιδρομίου στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής. Το ονομάζει “Χώρο προετοιμασίας”. Ήταν μαγαζί και σπίτι. Ήταν το πιθάρι του σύγχρονου Διογένη. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνιδάκια για τα παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που τιτλοφορείται «Χωρίς καβάντζα καμιά» είναι του Γιώργου Αλαμανή και αναφέρετε στον βίο και την πολιτεία του Νικόλα Ασιμου.«Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μια ενοχλητική μύγα στη μύτη του κόσμου». Εκτιμάει ο συγγραφέας που συμπληρώνει: «Τον Νικόλα Άσιμο, μία φύση αυθεντικά δημιουργική, που αυτοπυρπολήθηκε, επιτρέψτε μου να πω προκαταβολικά ότι δε θέλησα καθόλου να τον αγιογραφήσω, αλλά και καθόλου να τον αδικήσω. Μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να αποδοθούν ο βίος και η πολιτεία του ρεαλιστικά, να μη φαντάζει ούτε πιο "μικρός" ούτε πιο "μεγάλος". Γιατί, αν και υπήρξε δον-κιχοτικός, βιαστικός και περιπετειώδης, δε χωρεί για μένα καμιά αμφιβολία ότι συνομίλησε κάμποσες φορές με αυτό που λένε μεγάλη έμπνευση».
Και από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπαγέρη "Ο διάσημος Νικόλας Ασιμος" διαβάζουμε: "Αυτός ο επαναστάτης της πλατείας Εξαρχείων πρέπει κάποτε να δικαιωθεί. Αφού σήκωσε στους ώμους του τη χλεύη όλων εκείνων που «συσχέτιζαν κουτά» έπραξε τελικά ότι ο ίδιος πίστευε. Κόντρα σε όλους και σε όλα. Με το όποιο κατεστημένο: καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινωνικό στρατιωτικό. Αντιστάθηκε αταλάντευτα".
Με τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά ο Νικόλας Ασιμος. Σε φίλο του είχε εξομολογηθεί. "...Μια άλλη φορά θυμάμαι που έκανα τη μαλακία κι έδωσα συνέντευξη και μάλιστα γραφτή σε κάποια δημοσιογράφο, την Όλγα Μπακομάρου, όταν μου απαγόρευσαν το "Μηχανισμό ".
Παρ' όλο που 'χαμε συμφωνήσει ότι έτσι και υποχρεωθεί έστω και μια λέξη να αλλάξει,
να μην γράψει απολύτως τίποτε, αυτή δημοσίευσε συνέντευξη με άλλα λόγια, του κεφαλιού
και της νοοτροπίας της, και ούτε καν για την απαγόρεψη του δίσκου δεν ανέφερε.
Μου 'πε πως το 'κανε για το καλό μου, για να με προστατέψει, γιατί έτσι όπως πάω θα το φάω το κεφάλι μου.
Πόσοι μου το 'πανε αυτό! αλλά τουλάχιστο με θάψαν χωρίς να μ' αναφέρουνε.
Δε μου βάλαν λόγια που δεν είπα ποτέ.
Αλλά γι αυτό σας έχω κόψει όλους σας οριστικά, όπως κι εσείς με έχετε κομμένο αγαπητοί μου. ".
Σίγουρα θα μείνουν αξέχαστα τα βράδια σε όσους είχαν την τύχη να παρευρεθούν στην ταβέρνα «Πέμπτη Εποχή» στην Πλάκα όπου στο πάλκο βρισκόταν ο Νικόλας Ασιμος μαζί με τον Θανάση Γκαϊφύλια και τον Πάνο Τζαβέλα. Είναι συγκινητικό επίσης το τραγούδι που του αφιέρωσε ο Πάνος Τζαβέλας μετά τον θάνατο του Ασιμου.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε επίσης την βάναυση κρατική καταστολή που δέχτηκε ο Νικόλας Ασιμος αφού ήταν κόκκινο πανί για το πολιτικό σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του. Δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες φορές τον είχαν μπουζουριάσει οι μπάτσοι, κύρια κατηγορώντας τον για αλητεία και όχι μόνο, τον ξυλοφόρτωναν και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Και σαν να μην έφτανε αυτό τον κατηγόρησαν άδικα για βιασμό κάποιας κοπέλας, τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο και του υπέβαλαν ηλεκτροσόκ, ένα γεγονός που σημάδεψε την περαιτέρω ζωή του
Το φινάλε της ζωής του το έγραψε ο Νικόλας Ασιμος τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μάρτη 1988, με τον τρόπο που είχε επιλέξει ο ίδιος. Μπορεί να έφυγε απ’ την ζωή ο καλλιτέχνης, τα τραγούδια του όμως θα εξακολουθούν να φιλοξενούνται σε πολλές δισκοθήκες και να ακούγονται στις συναυλίες όπως και στους ρ/σ που έχουν περιεχόμενο και άποψη.
Απο το ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ.
Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου 2013
Η Κατάληψη της Νομικής
Οι πρώτες άξιες λόγου φοιτητικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας
εμφανίσθηκαν στις αρχές του 1972, με τη συγκρότηση των Φοιτητικών
Επιτροπών Αγώνα (ΦΕΑ), που αμφισβητούσαν ανοιχτά τα διορισμένα από τη
χούντα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων. Στα πανεπιστήμια
δραστηριοποιούνταν οργανώσεις κατά κύριο λόγο από την Αριστερά («Ρήγας
Φεραίος», «Αντι-ΕΦΕΕ», «ΑΑΣΠΕ» κ.α).
Το Νοέμβριο του 1972 η δικτατορία, θέλοντας να θολώσει τα νερά, προκήρυξε εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, τις οποίες κέρδισαν οι προσκείμενοι σε αυτή φοιτητές. Τα πολλά περιστατικά νοθείας που αναφέρθηκαν, συνετέλεσαν στη δημιουργία ένας μαχητικού και ριζοσπαστικοποιημένου φοιτητικού κινήματος.
Από την αρχή του 1973 οι φοιτητές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Στις 5 Φεβρουαρίου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν γενική αποχή από τα μαθήματα. Η Χούντα απαντά στις 13 Φεβρουαρίου με τη δημοσίευση του νομοθετικού διατάγματος 1347, με το οποίο δινόταν η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να ανακαλεί τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που απείχαν από τα μαθήματά τους. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της επελθούσας φοιτητικής έκρηξης.
Την ίδια ημέρα και την επομένη γίνεται συγκέντρωση και διαδήλωση μέσα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Αστυνομία παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο, εισβάλλει στο Ίδρυμα και συλλαμβάνει 11 φοιτητές που τους παραπέμπει σε δίκη. Σχεδόν αμέσως και παρά τις αντιδράσεις, 88 φοιτητές έλαβαν φύλλο πορείας για να παρουσιαστούν στο στρατό.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Αθηνών στην οδό Σόλωνος. Στο Συντονιστικό της κατάληψης μετείχαν γνωστές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής σήμερα (Στέφανος Τζουμάκας, Νίκος Μπίστης, Όλγα Τρέμη). Από την ταράτσα του κτιρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες και απαγγέλλουν τον όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ' όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β) του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».
Οι πρυτανικές αρχές ανέχονται σιωπηρά την κατάληψη, χωρίς να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας. Πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, ακόμη και στρατηγοί εν αποστρατεία σπεύδουν να υπερασπιστούν τους φοιτητές.
Το βράδυ της επόμενης ημέρας (22 Φεβρουαρίου) άρχισε η αποχώρηση των καταληψιών, με την κάλυψη χιλιάδων διαδηλωτών, που κατέκλυσαν τους δρόμους γύρω από τη Νομική. Ωστόσο, υπήρξαν συγκρούσεις με την αστυνομία και παρακρατικούς, με αποτέλεσμα τραυματισμούς και συλλήψεις διαδηλωτών.
Η λαϊκή κινητοποίηση εμψύχωσε τους φοιτητές, που προχώρησαν και σε δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20 Μαρτίου 1973). Αυτή τη φορά, οι πρυτανικές αρχές ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας και η κατάληψη τελείωσε με δεκάδες τραυματίες και συλλήψεις φοιτητών και διαδηλωτών. Όμως, ο δρόμος για το Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) είχε ανοίξει.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Το Νοέμβριο του 1972 η δικτατορία, θέλοντας να θολώσει τα νερά, προκήρυξε εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, τις οποίες κέρδισαν οι προσκείμενοι σε αυτή φοιτητές. Τα πολλά περιστατικά νοθείας που αναφέρθηκαν, συνετέλεσαν στη δημιουργία ένας μαχητικού και ριζοσπαστικοποιημένου φοιτητικού κινήματος.
Από την αρχή του 1973 οι φοιτητές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Στις 5 Φεβρουαρίου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν γενική αποχή από τα μαθήματα. Η Χούντα απαντά στις 13 Φεβρουαρίου με τη δημοσίευση του νομοθετικού διατάγματος 1347, με το οποίο δινόταν η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να ανακαλεί τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που απείχαν από τα μαθήματά τους. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της επελθούσας φοιτητικής έκρηξης.
Την ίδια ημέρα και την επομένη γίνεται συγκέντρωση και διαδήλωση μέσα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Αστυνομία παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο, εισβάλλει στο Ίδρυμα και συλλαμβάνει 11 φοιτητές που τους παραπέμπει σε δίκη. Σχεδόν αμέσως και παρά τις αντιδράσεις, 88 φοιτητές έλαβαν φύλλο πορείας για να παρουσιαστούν στο στρατό.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Αθηνών στην οδό Σόλωνος. Στο Συντονιστικό της κατάληψης μετείχαν γνωστές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής σήμερα (Στέφανος Τζουμάκας, Νίκος Μπίστης, Όλγα Τρέμη). Από την ταράτσα του κτιρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες και απαγγέλλουν τον όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ' όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β) του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».
Οι πρυτανικές αρχές ανέχονται σιωπηρά την κατάληψη, χωρίς να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας. Πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, ακόμη και στρατηγοί εν αποστρατεία σπεύδουν να υπερασπιστούν τους φοιτητές.
Το βράδυ της επόμενης ημέρας (22 Φεβρουαρίου) άρχισε η αποχώρηση των καταληψιών, με την κάλυψη χιλιάδων διαδηλωτών, που κατέκλυσαν τους δρόμους γύρω από τη Νομική. Ωστόσο, υπήρξαν συγκρούσεις με την αστυνομία και παρακρατικούς, με αποτέλεσμα τραυματισμούς και συλλήψεις διαδηλωτών.
Η λαϊκή κινητοποίηση εμψύχωσε τους φοιτητές, που προχώρησαν και σε δεύτερη κατάληψη της Νομικής (20 Μαρτίου 1973). Αυτή τη φορά, οι πρυτανικές αρχές ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας και η κατάληψη τελείωσε με δεκάδες τραυματίες και συλλήψεις φοιτητών και διαδηλωτών. Όμως, ο δρόμος για το Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) είχε ανοίξει.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2013
Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957)
Τα Πρώτα Χρόνια
Με τον Αγγελο Σικελιανό (δεξιά)
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου
1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε
ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Μιχάλης, ήταν
έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από τους Βαρβάρους, όπου
σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Καζαντζάκη. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές
του σπουδές στην γενέτειρά του και τη Νάξο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το
1902 για να σπουδάσει νομικά.Το 1906 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα
ελληνικά γράμματα με το δοκίμιο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του
μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο». Το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές
στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα, παρακολούθησε τις διαλέξεις του
υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν και μελέτησε το έργο του Νίτσε. Και οι
δύο αυτοί φιλόσοφοι άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω του.
Το 1907 ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον τεκτονισμό. Το 1909, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Κερδίζει το ψωμί του από τις μεταφράσεις και συζεί με τη συμπατριώτισσά του διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου. Συμμετέχει στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής.
Μέσω του σωματείου αυτού συνδέθηκε φιλικά το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπερξόν. Με τον Σικελιανό ονειρεύονται τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας.
Τον Οκτώβριο του 1916 πραγματοποιεί το πρώτο του επιχειρηματικό βήμα. Ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το Άγιο Όρος. Τον επόμενο χρόνο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο και προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες αυτές θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ' έναν πρωτόγονο λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά είναι η προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής». Το 1918 γνωρίζει και συνδέεται αισθηματικά με την Έλλη Λαμπρίδου.
Από τα νεανικά του χρόνιαν ο νους του Καζαντζάκη είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά, μια αγωνία μεταφυσική και υπαρξιακή, όπως τονίζουν οι μελετητές του έργου του. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν τον άπιστο αυτό νιτσεϊστή. Ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού –«αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ' ένα γράμμα του– τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του.
Το 1907 ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον τεκτονισμό. Το 1909, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Κερδίζει το ψωμί του από τις μεταφράσεις και συζεί με τη συμπατριώτισσά του διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου. Συμμετέχει στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής.
Μέσω του σωματείου αυτού συνδέθηκε φιλικά το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπερξόν. Με τον Σικελιανό ονειρεύονται τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας.
Τον Οκτώβριο του 1916 πραγματοποιεί το πρώτο του επιχειρηματικό βήμα. Ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το Άγιο Όρος. Τον επόμενο χρόνο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο και προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες αυτές θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ' έναν πρωτόγονο λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά είναι η προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής». Το 1918 γνωρίζει και συνδέεται αισθηματικά με την Έλλη Λαμπρίδου.
Από τα νεανικά του χρόνιαν ο νους του Καζαντζάκη είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά, μια αγωνία μεταφυσική και υπαρξιακή, όπως τονίζουν οι μελετητές του έργου του. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν τον άπιστο αυτό νιτσεϊστή. Ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού –«αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ' ένα γράμμα του– τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του.
Παρασκευή, 15 Φεβρουαρίου 2013
Η ιστορία του «Σκαραβαίου»
Στις 22 Ιουνίου 1934 η German Automobilistic Industry National Association υπέγραψε συμβόλαιο με τον σχεδιαστής αυτοκινήτων Φέρντιναντ Πόρσε. Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1936, ο Χίτλερ ανακοίνωσε επισήμως την κατασκευή του Σκαραβαίου και ο Πόρσε παρουσίασε τα σχέδιά του, που ήταν βασισμένα κατά πολύ στα προηγμένης τεχνολογίας Tatra. Ο πρώτος Σκαραβαίος κατασκευάστηκε την ίδια χρονιά στη Στουτγάρδη και είχε την ίδια μορφή με την οποίο τον γνωρίζουμε και σήμερα.
Παρότι σχεδιάστηκε ως το «λαϊκό αυτοκίνητο», το θρυλικό κατσαριδάκι διέψευσε κάθε πρόβλεψη. Έγινε διαχρονικό, κυρίως μετά τη δεκαετία του '60, οπότε «υιοθετήθηκε» από τους χίπις.
Στις 21 Ιουλίου του 2003 βγήκε από τη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου στο Μεξικό ο τελευταίος κλασσικός Σκαραβαίος, ο οποίος τοποθετήθηκε στο μουσείο της εταιρίας στο Βόλφσμπαργκ της Γερμανίας. Έως τότε είχαν πωληθεί περισσότερα από 21,5 εκατομμύρια μοντέλα.
Στις μέρες μας, οι φανατικοί φίλοι του «Σκαραβαίου» παραμένουν πολλοί και κάθε χρόνο στις 22 Ιουνίου γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα Σκαραβαίου.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Τετάρτη, 13 Φεβρουαρίου 2013
Αυτοί ήταν οι πραγματικοί Νίντζα! Η αληθινή ιστορία των θρυλικών μαυροφορεμένων πολεμιστώv
Όμως ποιοι ήταν οι Νίντζα στην πραγματικότητα; Ένας βρετανός συγγραφέας ονόματι Τζον Μαν, ρίχνει φως στον θρύλο και το μυστήριο των Νίντζα, μέσα από ένα βιβλίο που καλύπτει την μακραίωνη ιστορία τους. Ο ίδιος μίλησε στο περιοδικό Time και αποκάλυψε πτυχές των μαυροφορεμένων πολεμιστών που δεν γνωρίζουν πολλοί.
«Σήμερα, όταν λέμε Νίντζα, εννοούμε οποιονδήποτε έχει καλή γνώση πολεμικών τεχνών και μπορεί να χειρίζεται ιαπωνικά σπαθιά. Στην πραγματικότητα όμως, οι νίντζα ήταν μαυροφορεμένοι πράκτορες στην μεσαιωνική Ιαπωνία, οι οποίοι δρούσαν στο σκοτάδι και αναλάμβαναν δύσκολες αποστολές. Συνήθως εκτελέσεις και κατασκοπία.
Η ονομασία Νίντζα, προέρχεται από την κινεζική γλώσσα και σημαίνει «αυτός που αντέχει». Αυτή η λέξη έχει επικρατήσει σε όλο τον κόσμο, αλλά στην Ιαπωνία κυριαρχεί ο συνώνυμος όρος shinobi.
Οι Νίντζα προέρχονταν κυρίως από την περιοχή Ίγκα, κοντά στο Κυότο. Υπήρχαν Νίντζα από άλλες περιοχές, αλλά οι περισσότεροι κατάγονταν από αυτό το μέρος. Σε μία περίοδο, κατά την οποία στην Ιαπωνία κυριαρχούσαν οι πολέμαρχοι, τα χωριά της Ίγκα δημιούργησαν φρουρές από ικανούς πολεμιστές, ως μέσο αυτοάμυνας. Έτσι γεννήθηκαν οι Νίντζα.
Η χρυσή εποχή των Νίντζα ήταν ο 16ος αιώνας. Τότε απέκτησαν μεγάλη φήμη και έγιναν περιζήτητοι πολεμιστές. Πολλοί έφευγαν από την περιοχή τους και δούλευαν ως μισθοφόροι σε όλη την Ιαπωνία. Καθώς η Ιαπωνία ενώθηκε υπό τον μεγάλο πολέμαρχο Όντα Νομπουνάγκα, η «αυτονομία» της Ίγκα θεωρήθηκε απαράδεκτη. Έτσι έγιναν πολλές επιδρομές που είχαν ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική υποταγή της περιοχής και το ουσιαστικό τέλος των Νίντζα.
Όσοι Νίντζα απέμειναν – περίπου 200 – έγιναν μέλη ενός είδους μυστικής αστυνομίας. Τότε αποφάσισαν να καταγράψουν την ιστορία και τις μεθόδους τους σε τρία εγχειρίδια που διατηρήθηκαν και χάρη στα οποία γνωρίζουμε σήμερα τη δράση και την ιστορία των πολεμιστών αυτών.
Παρόλο που έχουν περάσει στην λαϊκή κουλτούρα ως «μαυροφορεμένοι», οι Νίντζα σπανίως φορούσαν μαύρα. Η στολή τους ήταν συνήθως μπλε, καθώς αυτό το χρώμα πρόσφερε ακόμη καλύτερη κάλυψη στη διάρκεια της νύχτας.
Έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι Νίντζα ήταν το αντίθετο των Σαμουράι. Αυτό ισχύει, ως ένα βαθμό, καθώς οι Νίντζα ήταν σκοτεινές φιγούρες που δρούσαν τη νύχτα και βασίζονταν στην μυστικότητα και την διακριτικότητα, ενώ οι Σαμουράι προέρχονταν συνήθως από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις και είχαν την τάση να επιδεικνύονται και να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους. Ωστόσο, είναι αξισημείωτο ότι υπήρξαν πολλοί πολεμιστές που ήταν Σαμουράι στη διάρκεια της ημέρας και Νίντζα στη διάρκεια της νύχτας».
Πηγή: topeiraxtiri.blogspot.gr
Τρίτη, 12 Φεβρουαρίου 2013
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου
1945 στην παραθαλάσσια τοποθεσία της Αττικής μεταξύ Κυβέρνησης και ΕΑΜ
και επιχείρησε να τερματίσει θεσμικά τις πολιτικές και πολεμικές
συγκρούσεις, που έμειναν στην ιστορία ως «Δεκεμβριανά».
Οι συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα ήταν μια μάχη εξουσίας μεταξύ της πρώτης μετακατοχικής Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και των Άγγλων από τη μία πλευρά και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από την άλλη. Η Κυβέρνηση, ανίσχυρη και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, είχε ανάγκη την αγγλική βοήθεια. Το ΕΑΜ με μπροστάρη το ΚΚΕ ήταν πανίσχυρο, λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στην Αντίσταση.
Τα «Δεκεμβριανά» άφησαν πίσω τους περίπου 7.000 μαχητές νεκρούς (230 Άγγλους, 3.500 Κυβερνητικούς, 3.000 ΕΑΜικούς) και απροσδιόριστο αριθμό αμάχων. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 υπογράφηκε ανακωχή ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ, με την οποία οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1945 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συμφωνίας στο εξοχικό του πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα. Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, που είχε διαδεχθεί τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου, εκπροσωπήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Σοφιανόπουλο, τον υπουργό Εσωτερικών Περικλή Ράλλη και τον υπουργό Γεωργίας Ιωάννη Μακρόπουλο. Την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο Γεώργιος Σιάντος (γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε), ο Δημήτριος Παρτσαλίδης (γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ.) και ο Ηλίας Τσιριμώκος (γενικός γραμματέας της Ε.Λ.Δ).
Έπειτα από διαβουλεύσεις δέκα ημερών, η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Αποτελείτο από 9 άρθρα και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αφοπλισμό όλων των ένοπλων σωμάτων της Αντίστασης, ανασύνταξη του Εθνικού Στρατού, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των Γερμανών, αμνηστεία για τα πολιτικά αδικήματα, δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης για την κατάρτιση νέου Συντάγματος.
Η σημασία της συμφωνίας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το κείμενό της δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσδίδοντας στο περιεχόμενό της ισχύ νόμου. Στις 28 Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος παρέδωσε: 100 πυροβόλα, 210 όλμους, 420 πολυβόλα, 1400 οπλοπολυβόλα, 700 αυτόματα, 49.000 τυφέκια και πιστόλια. H υπογραφή της Συμφωνίας βρήκε αντίθετο τον Άρη Βελουχιώτη, οποίος όχι μόνο δεν πειθάρχησε στις αποφάσεις του ΚΚΕ, αλλά επιχείρησε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα.
Το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν έδειχνε να γεφυρώνεται εύκολα και σύντομα η Συμφωνία της Βάρκιζας αποτέλεσε γράμμα κενό. Οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου, που διήρκεσε ως τις 30 Αυγούστου 1949.
Οι συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα ήταν μια μάχη εξουσίας μεταξύ της πρώτης μετακατοχικής Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και των Άγγλων από τη μία πλευρά και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από την άλλη. Η Κυβέρνηση, ανίσχυρη και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, είχε ανάγκη την αγγλική βοήθεια. Το ΕΑΜ με μπροστάρη το ΚΚΕ ήταν πανίσχυρο, λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στην Αντίσταση.
Τα «Δεκεμβριανά» άφησαν πίσω τους περίπου 7.000 μαχητές νεκρούς (230 Άγγλους, 3.500 Κυβερνητικούς, 3.000 ΕΑΜικούς) και απροσδιόριστο αριθμό αμάχων. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 υπογράφηκε ανακωχή ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ, με την οποία οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1945 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συμφωνίας στο εξοχικό του πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα. Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, που είχε διαδεχθεί τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου, εκπροσωπήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Σοφιανόπουλο, τον υπουργό Εσωτερικών Περικλή Ράλλη και τον υπουργό Γεωργίας Ιωάννη Μακρόπουλο. Την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο Γεώργιος Σιάντος (γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε), ο Δημήτριος Παρτσαλίδης (γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ.) και ο Ηλίας Τσιριμώκος (γενικός γραμματέας της Ε.Λ.Δ).
Έπειτα από διαβουλεύσεις δέκα ημερών, η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Αποτελείτο από 9 άρθρα και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αφοπλισμό όλων των ένοπλων σωμάτων της Αντίστασης, ανασύνταξη του Εθνικού Στρατού, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των Γερμανών, αμνηστεία για τα πολιτικά αδικήματα, δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης για την κατάρτιση νέου Συντάγματος.
Η σημασία της συμφωνίας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το κείμενό της δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσδίδοντας στο περιεχόμενό της ισχύ νόμου. Στις 28 Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος παρέδωσε: 100 πυροβόλα, 210 όλμους, 420 πολυβόλα, 1400 οπλοπολυβόλα, 700 αυτόματα, 49.000 τυφέκια και πιστόλια. H υπογραφή της Συμφωνίας βρήκε αντίθετο τον Άρη Βελουχιώτη, οποίος όχι μόνο δεν πειθάρχησε στις αποφάσεις του ΚΚΕ, αλλά επιχείρησε να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα.
Το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν έδειχνε να γεφυρώνεται εύκολα και σύντομα η Συμφωνία της Βάρκιζας αποτέλεσε γράμμα κενό. Οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου, που διήρκεσε ως τις 30 Αυγούστου 1949.
Από το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Σάββατο, 2 Φεβρουαρίου 2013
Η Μάχη του Στάλινγκραντ
Μετά την καταστροφική επιχείρηση του 1941 για την κατάληψη της Μόσχας, οι Γερμανοί σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην Ουκρανία και την άνοιξη του 1942 ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά της Νότιας Ρωσίας. Ο Χίτλερ, με την παρότρυνση των οικονομολόγων του Τρίτου Ράιχ, επιδίωκε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου, προκειμένου να εξασφαλίσει τις αναγκαίες ποσότητες πετρελαίου, που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει τον πόλεμο.
Το Στάλινγκραντ θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας περιοχή για πολλούς λόγους. Ήταν ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο στις όχθες του ποταμού Βόλγα (ζωτικής σημασίας θαλάσσιου δρόμου μεταξύ Κασπίας Θάλασσας και της βόρειας ρωσικής ενδοχώρας), η κατοχή του οποίου θα εξασφάλιζε τα νώτα των γερμανικών δυνάμεων που θα εξορμούσαν στον Καύκασο. Αλλά και σε συμβολικό επίπεδο ήταν σπουδαίο το Στάλινγκραντ. Και μόνο ότι έφερε το όνομα του μισητού του αντιπάλου Στάλιν, αποτελούσε ένα καλό ιδεολογικό και προπαγανδιστικό εργαλείο στα χέρια του Χίτλερ. Η ίδια διαπίστωση ίσχυε και για τον σοβιετικό ηγέτη, που ήθελε να μην αφήσει την πόλη στα χέρια του εχθρού. Γι' αυτό και οι εντολές και των δύο προς τους στρατηγούς τους ήταν: «κρατήστε τις θέσεις σας πάσει θυσία και με οποιοδήποτε κόστος».
Η επιθετική ενέργεια των Γερμανών κατά της Νότιας Ρωσίας είχε την κωδική ονομασία «Υπόθεση Μπλε» και θα την έφερναν σε πέρας η Ομάδα Στρατιών Α υπό τον στρατάρχη Πάουλ φον Κλάιστ, η οποία θα αναλάμβανε την επιχείρηση στον Καύκασο και η Ομάδα Στρατιών Β υπό τον στρατηγό Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, που θα επιχειρούσε στο Στάλιγκραντ. Την ομάδα Στρατιών Β αποτελούσαν η 6η Στρατιά υπό τον στρατηγό Φρίντριχ φον Πάουλους και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων υπό τον στρατηγό Χέρμαν Χοτ.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 28 Ιουνίου 1942 με τη γρήγορη προέλαση του γερμανικού στρατού (850.000 άνδρες) και ιδιαίτερα της 6ης Στρατιάς του Πάουλους, που απώθησε τους Σοβιετικούς στις όχθες του ποταμού Δον, στο τέλος του Ιουλίου. Η σχετικά εύκολη προέλαση των δυνάμεών του έκανε τον Χίτλερ να πιστέψει ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση περιπάτου. Έτσι, έλαβε την λανθασμένη απόφαση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, να αποσύρει την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων από το μέτωπο του Στάλινγκραντ και να την ενσωματώσει στην Ομάδα Στρατιών Α, που επιχειρούσε στον Καύκασο.
Μετά την εξέλιξη αυτή, το βάρος της επίθεσης στο Στάλινγκραντ ανέλαβε η 6η Στρατιά του Φον Πάουλους. Την πόλη και την γύρω περιοχή υπερασπιζόταν η 62η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού υπό τον στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ. Ήταν σαφώς χαμηλότερων προδιαγραφών από την αντίστοιχη γερμανική, αλλά αντιστάθμιζε τις αδυναμίες της από το γεγονός ότι μάχες θα διεξάγονταν σε κατοικημένες περιοχές και όχι σε ανοικτό πεδίο. Γρήγορα ήλθε σε βοήθειά της η 64η Στρατιά. Συνολικά, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Σοβιετικών καθ' όλο το διάστημα των μαχών ανήλθαν γύρω στους 1.700.000 άνδρες.
Βομβαρδισμός του Στάλινγκραντ, Αύγ. 1942
Η Μάχη του Στάλινγκραντ άρχισε στις 23 Αυγούστου
1942 με καταιγιστικό βομβαρδισμό από την «Λουφτβάφε». Μέσα σε λίγα
εικοσιτετράωρα το 80% της κτιριακής υποδομής της πόλης καταστράφηκε,
λαμβανομένης υπ' όψη και της ανεπαρκούς αντιεροπορικής άμυνας, στην
οποία υπηρετούσαν νεαρές εθελόντριες. Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου
τα χερσαία τμήματα της «Βέρμαχτ» είχαν σχεδόν περικυκλώσει την πόλη. Η
μόνη γραμμή ανεφοδιασμού που απέμενε ήταν από τη θαλάσσια οδό του Βόλγα.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί είχαν συμπιέσει τους Σοβιετικούς σε
μια ζώνη μήκους 14 χιλιομέτρων και πλάτους 5 χιλιομέτρων. Οι σοβιετικοί
επέλεξαν να αμυνθούν μέσα στην πόλη και τους επόμενους τρεις μήνες το
κατεστραμμένο Στάλινγκραντ έγινε θέατρο σκληρών συγκρούσεων, πρωτοφανούς
αγριότητας, αλλά και ανείπωτου ηρωισμού. Δρόμοι, οικοδομικά τετράγωνα,
ακόμη και μεμονωμένα κτίρια διεκδικούνταν πόντο με πόντο και με το
μεγαλύτερο πείσμα από τους εμπόλεμους, σε μάχες εκ του συστάδην. Όσο και
να φαίνεται παράξενο, η κατάληψη μιας κουζίνας σε ένα από τα λιγοστά
άθικτα κτίρια του Στάλινγκραντ κόστιζε δεκάδες νεκρούς.Στα μέσα Οκτωβρίου η κατάσταση για αμυνομένους ήταν απελπιστική, καθώς δυσκόλεψε ο ανεφοδιασμός από τον Βόλγα, αφού γινόταν κάτω από τα πυρά των γερμανικών όπλων. Όμως, και το ηθικό των επιτιθεμένων είχε καταπέσει, εξαιτίας της κόπωσης, του επερχόμενου χειμώνα, αλλά και των βαρύτατων απωλειών. Θραύση έκαναν οι ελεύθεροι σκοπευτές του Κόκκινου Στρατού, που υπό την κάλυψη των ερειπίων, προκαλούσαν ανυπολόγιστη φθορά στους γερμανούς στρατιώτες. Πρωταθλητής στον μακάβριο κατάλογο, ο στρατιώτης Ιβάν Σιντορένκο του 1122ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων, ο οποίος σκότωσε πάνω από 500 γερμανούς στρατιώτες. Ακολούθησε ο Βασίλι Ζάιτσεφ από την ίδια μονάδα με 242 σκοτωμούς. Αυτός είναι πιο γνωστός στις μέρες μας, λόγω της ταινίας του Ζαν Ζακ Ανό «Ο εχθρός προ των πυλών» (2001), που εξιστορεί το κατόρθωμά του.
Τον Νοέμβριο του 1942, το 90% του Στάλινγκραντ ήταν ένας σωρός ερειπίων και βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Τα μόνα κτίρια που απέμεναν όρθια ήταν κάποια εργοστάσια που τα κρατούσαν με νύχια και δόντια οι αμυνόμενοι για τις ανάγκες του ανεφοδιασμού τους. Ο Στάλιν, όμως, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Στις 19 Νοεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί εκδήλωσαν αντεπίθεση με την κωδική ονομασία «Ουρανός». Το σχέδιο είχε εκπονηθεί από τους στρατηγούς Γκιόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι και προέβλεπε την προσβολή των εφεδρικών δυνάμεων της 6ης Στρατιάς, που τη συγκροτούσαν κακοεκπαιδευμένοι στρατιώτες των συμμαχικών χωρών των Άξονα (Ιταλοί, Κροάτες, Ρουμάνοι, Ούγγροι, αλλά και ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών).
Σοβιετική αντεπίθεση, Νοέμβριος 1942
Η
σοβιετική αντεπίθεση εκδηλώθηκε με τρεις στρατιές υπό τον στρατηγό
Νικολάι Βατούτιν και σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Οι Γερμανοί σύντομα
εγκλωβίστηκαν και μέσα σε μια περιοχή ολίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων
βρέθηκαν περικυκλωμένοι 250.000 στρατιώτες. Οι Σοβιετικοί ζήτησαν από
τους Γερμανούς να παραδοθούν, προσφέροντάς τους ευνοϊκούς όρους. Όμως η
διαταγή του Χίτλερ ήταν επίθεση μέχρις εσχάτων. Μια αερογέφυρα που
στήθηκε για τον ανεφοδιασμό των εγκλωβισμένων γερμανικών δυνάμεων
κατέληξε σε οικτρά αποτυχία. Η σοβιετική αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε
490 αεροπλάνα της «Λουφτβάφε». Στις 16 Δεκεμβρίου
1942 οι σοβιετικοί εξαπέλυσαν και νέα επίθεση με την κωδική ονομασία
«Κρόνος», με στόχο να εγκλωβίσουν αυτή τη φορά την Ομάδα Στρατιών Α, που
είχε σταθεροποιήσει τις θέσεις της στον Καύκασο. Δεν τα κατάφεραν, αφού
η αντίσταση της εγκλωβισμένης 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ έδωσε την
ευκαιρία στον Φον Κλάιστ σε μια συντεταγμένη υποχώρηση. Μάλιστα, ο
Χίτλερ προβίβασε τον φον Πάουλους στον βαθμό του στρατάρχη για τον
ηρωισμό και την αυταπάρνησή του.Όμως, τρεις μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 2 Φεβρουαρίου 1943 ο στρατάρχης πλέον Φον Πάουλους αναγκάστηκε να παραδοθεί, όταν οι Σοβιετικοί πολιόρκησαν το αρχηγείο του και κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ήταν ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματικός που αναγκάστηκε να παραδοθεί στην ιστορία του γερμανικού στρατού. Μαζί του παραδόθηκαν 22 στρατηγοί και οι εναπομείναντες 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς. Τελικά και από αυτούς μόνο οι 5.000 επέζησαν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας και επέστρεψαν στη Γερμανία αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνολικά, οι απώλειες για τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους ανήλθαν σε 800.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους είχαν ασυγκρίτως μεγαλύτερες απώλειες: 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες, στρατιώτες και πολίτες. H Μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στην πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. Εξολόθρευσε πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις για τον Χίτλερ και ταπείνωσε τη γερμανική πολεμική μηχανή.
Παρασκευή, 1 Φεβρουαρίου 2013
Η ιστορία του Χόλιγουντ
Το 1886 έφτασε στην περιοχή ο Χάρβεϊ Χέντερσον Γουίλκοξ, ένας κτηματομεσίτης από το Κάνσας. Αγόρασε μία έκταση πεντακοσίων στρεμμάτων και πολύ σύντομα ανέπτυξε ένα πλάνο για τη νέα κοινότητα που οραματίστηκε. Το όνομα Χόλιγουντ ήταν έμπνευση της συζύγου του Νταΐντα. Της φάνηκε αρκετά καλό για το ράντζο του άνδρα της, όταν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο άκουσε μια συνταξιδιώτισσα να μιλά με αυτό το όνομα για την πατρίδα της στο Οχάιο.
Τα επόμενα χρόνια, το Χόλιγουντ άρχισε ν' αλλάζει όψη. Φτιάχτηκαν δρόμοι και πεζοδρόμια, εκκλησίες, σχολεία και μία βιβλιοθήκη. Η κεντρική λεωφόρος Prospect -η σημερινή Hollywood Avenue- μετατράπηκε σ' έναν δρόμο με κύρος, όπου κάθε πλούσιος από τη Δύση επιθυμούσε μία κατοικία. Το 1903 η κοινότητα απέκτησε νομική οντότητα, αλλά λόγω της έλλειψης πόσιμου νερού αναγκάστηκε να υπαχθεί το 1910 στην πόλη του Λος Άντζελες.
Το 1911 η εταιρία Nestor εγκαινίασε το πρώτο κινηματογραφικό στούντιο του Χόλιγουντ σε μια παλιά ταβέρνα. Η περιοχή προτιμήθηκε λόγω του ανοιχτού χώρου και του καλού κλίματος που διέθετε. Οι ανάγκες αυτής της νέας βιομηχανίας έφεραν ραγδαίες αλλαγές στην κοινότητα, προκαλώντας συγκρούσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους. Οι αγροτικές εκτάσεις στα βόρεια της κεντρικής λεωφόρου κόπηκαν σε οικόπεδα, όπου χτίστηκαν σπίτια για τη φιλοξενία των εργαζομένων. Εμπορικά κέντρα, εστιατόρια, κινηματογράφοι, κλαμπς και τράπεζες άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού, κατά τις δεκαετίες του 1920 και του '30.
Το Χόλιγουντ, όμως, κάθε άλλο παρά στατικό ήταν. Μόλις λίγες δεκαετίες αργότερα, η πρωτεύουσα του πλούτου και της χλιδής «μεταλλάχθηκε» και πάλι. Αν και πολλά στούντιο παρέμειναν, οι περισσότεροι αστέρες της μεγάλης οθόνης μετακόμισαν στο Μπέβερλι Χιλς και τα κομψά εστιατόρια και μαγαζιά τους ακολούθησαν. Το 1985 η λεωφόρος Χόλιγουντ μπήκε επίσημα στη λίστα των διατηρητέων περιοχών, για την προστασία των κτιρίων και της ιστορίας τους.
Απο το ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.
Παρασκευή, 25 Ιανουαρίου 2013
Αλ Καπόνε (1899 – 1947)
Ο διαβόητος μαφιόζος Άλφονς Γκαμπριέλ Καπόουν, γνωστότερος ως Αλ Καπόνε (Al Capone), γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου
του 1899 στο Μπρούκλιν. Οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει από την
Ιταλία στις ΗΠΑ πέντε χρόνια νωρίτερα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Με το έγκλημα ήρθε σε επαφή πολύ νωρίς. Σε ηλικία 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε σε μία συμμορία, με την οποία το 1920 μετακόμισε στο Σικάγο. Παράλληλα, ανέπτυξε δεσμούς με άλλη μία συμμορία και με τη δική του βοήθεια, οι δύο ομάδες συνεργάστηκαν, κυρίως στο λαθρεμπόριο μπύρας, τη μαστροπεία και τα παράνομα στοιχήματα. Πέντε χρόνια αργότερα, και μετά την επικήρυξη του αρχηγού της σπείρας, ο Καπόνε ανέλαβε τα ηνία. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του τρόμου για τους αντιπάλους του και ως το τέλος της δεκαετίας βρισκόταν στη λίστα των πλέον καταζητούμενων κακοποιών.
Στο στόχαστρο των αρχών μπήκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, όταν οι άνδρες του, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εξολόθρευσαν μια αντίπαλη συμμορία. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο ίδιος βρισκόταν στη Φλόριντα και όλες οι κατηγορίες εναντίον του δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθούν στο δικαστήριο. Το FBI επανεξέτασε την υπόθεση και ο ίδιος δέχθηκε να συνεργαστεί. Απέφυγε όμως να εμφανιστεί στο δικαστήριο, επικαλούμενος λόγους υγείας. Η δίκη καθυστέρησε μερικούς μήνες και όταν τελικά ο Καπόνε παρουσιάστηκε, ήδη είχε αποδειχτεί πως δεν ήταν άρρωστος, αλλά παραθέριζε. Συνελήφθη για ασέβεια προς το δικαστήριο και αφέθηκε ελεύθερος, με χρηματική εγγύηση 5.000 δολαρίων.
Το Μάιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη και πάλι για παράνομη οπλοφορία. Καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη, αποφυλακίστηκε όμως εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής.
Στο μεταξύ, η Εφορία άρχισε να εξετάζει τα οικονομικά του. Το 1932 κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλακή και πρόστιμο 50.000 δολαρίων. Οδηγήθηκε στις φυλακές της Ατλάντα, μετά την απόρριψη της έφεσής του, και δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ. Στα μέσα της δεκαετίας του '30, άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας, που οφειλόταν πιθανότατα στη σύφιλη που πέρασε όταν ήταν νεαρός. Για λίγα χρόνια νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο των φυλακών και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939.
Εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, δεν επέστρεψε ποτέ στο Σικάγο, τουλάχιστον με την ιδιότητα του μαφιόζου. Το 1946 οι γιατροί του ανακοίνωσαν πως η νοημοσύνη του Αλ Καπόνε δεν ξεπερνά αυτή ενός δωδεκάχρονου παιδιού. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στη Φλόριντα, κοντά στους πολύ στενούς συγγενείς του και ως το θάνατό του, στις 25 Ιανουαρίου του 1947, δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ δημοσίως.
Με το έγκλημα ήρθε σε επαφή πολύ νωρίς. Σε ηλικία 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε σε μία συμμορία, με την οποία το 1920 μετακόμισε στο Σικάγο. Παράλληλα, ανέπτυξε δεσμούς με άλλη μία συμμορία και με τη δική του βοήθεια, οι δύο ομάδες συνεργάστηκαν, κυρίως στο λαθρεμπόριο μπύρας, τη μαστροπεία και τα παράνομα στοιχήματα. Πέντε χρόνια αργότερα, και μετά την επικήρυξη του αρχηγού της σπείρας, ο Καπόνε ανέλαβε τα ηνία. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του τρόμου για τους αντιπάλους του και ως το τέλος της δεκαετίας βρισκόταν στη λίστα των πλέον καταζητούμενων κακοποιών.
Στο στόχαστρο των αρχών μπήκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, όταν οι άνδρες του, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εξολόθρευσαν μια αντίπαλη συμμορία. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο ίδιος βρισκόταν στη Φλόριντα και όλες οι κατηγορίες εναντίον του δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθούν στο δικαστήριο. Το FBI επανεξέτασε την υπόθεση και ο ίδιος δέχθηκε να συνεργαστεί. Απέφυγε όμως να εμφανιστεί στο δικαστήριο, επικαλούμενος λόγους υγείας. Η δίκη καθυστέρησε μερικούς μήνες και όταν τελικά ο Καπόνε παρουσιάστηκε, ήδη είχε αποδειχτεί πως δεν ήταν άρρωστος, αλλά παραθέριζε. Συνελήφθη για ασέβεια προς το δικαστήριο και αφέθηκε ελεύθερος, με χρηματική εγγύηση 5.000 δολαρίων.
Το Μάιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη και πάλι για παράνομη οπλοφορία. Καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη, αποφυλακίστηκε όμως εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής.
Στο μεταξύ, η Εφορία άρχισε να εξετάζει τα οικονομικά του. Το 1932 κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλακή και πρόστιμο 50.000 δολαρίων. Οδηγήθηκε στις φυλακές της Ατλάντα, μετά την απόρριψη της έφεσής του, και δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ. Στα μέσα της δεκαετίας του '30, άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας, που οφειλόταν πιθανότατα στη σύφιλη που πέρασε όταν ήταν νεαρός. Για λίγα χρόνια νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο των φυλακών και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939.
Εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, δεν επέστρεψε ποτέ στο Σικάγο, τουλάχιστον με την ιδιότητα του μαφιόζου. Το 1946 οι γιατροί του ανακοίνωσαν πως η νοημοσύνη του Αλ Καπόνε δεν ξεπερνά αυτή ενός δωδεκάχρονου παιδιού. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στη Φλόριντα, κοντά στους πολύ στενούς συγγενείς του και ως το θάνατό του, στις 25 Ιανουαρίου του 1947, δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ δημοσίως.
Δευτέρα, 21 Ιανουαρίου 2013
Σαν σήμερα, ο Λένιν φεύγει από τη ζωή
Σαν σήμερα, στις 21 Ιανουαρίου του 1924 φεύγει από τη ζωή ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοβ, ο επονομαζόμενος «Λένιν», μεγαλοφυής πολιτικός, στοχαστής και θεωρητικός του Μαρξισμού, ένας από τους βασικούς ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης και του μετεπαναστατικού σοβιετικού κράτους.Η γέννηση του Λένιν τοποθετείται στις 22 Απριλίου του 1870 στην πόλη Σιμπίρσκ. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ η μητέρα του, δασκάλα, αφιερώθηκε στην αγωγή των παιδιών. Ένα από τα βασικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και την προσωπικότητα του νεαρού Λένιν ήταν η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδερφού του, ο οποίος καταδικάστηκε το 1884 σε θάνατο – ως μέλος του «Ναρονδοβόλτσι», μιας επαναστατικής οργάνωσης – για συμμετοχή στην ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας του τσάρου Αλεξάνδρου Γ'. Ο Λένιν σπούδασε νομικά, ενώ ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του μελετούσε ενδελεχώς το έργο του Μαρξ και οργάνωσε μαρξιστικό κύκλο, δημιουργώντας επαφές και με την επαναστατική νεολαία άλλων πόλεων. Από τα μέσα του 1893 μετοίκησε στην Πετρούπολη, όπου με την ιδιότητα του βοηθού δικηγόρου κάλυπτε την επαναστατική του δράση. Σ' αυτήν την περίοδο ανήκουν τα πρώτα πολεμικά μανιφέστα του Λένιν με τα οποία επιτίθεται στο λαϊκό κόμμα, τα οποία διακινούνται από χέρι σε χέρι με τη μορφή χειρογράφων. Αμέσως μετά, ο Λένιν άρχισε από τον Τύπο έναν θεωρητικό αγώνα ενάντια στους διαστρεβλωτές της μαρξιστικής θεωρίας.
Τα χρόνια της δράσης
Η δράση του Λένιν οδήγησε στο να υποστεί αλλεπάλληλες συλλήψεις, εκτοπισμούς και εξορίες από το τσαρικό καθεστώς. Το Δεκέμβριο του 1895 ο Λένιν και οι στενότεροι συνεργάτες του συνελήφθησαν, με αποτέλεσμα ο ίδιος να περάσει το 1896 στη φυλακή, και τον Φεβρουάριο του 1897 εξορίστηκε για τρία χρόνια στην επαρχία Γενισέης, στην ανατολική Σιβηρία. Το 1900 αρχίζει από το εξωτερικό την έκδοση της εφημερίδας «Ισκρα», με την οποία καθοδηγεί την εργατική τάξη στη Ρωσία, ενώ μετά τη διάσπαση του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος των Εργαζομένων (RSDLP) σε Μπολσεβίκους (πλειοψηφία) και Μενσεβίκους (μειοψηφίας), ο Λένιν μετατράπηκε σε ηγέτη του μπολσεβικικού τμήματος, το οποίο αργότερα μετεξελίχθηκε σε μπολσεβικικό κόμμα.
Μετά την αποτυχία της Επανάστασης του 1905-1907, ο Λένιν επέστρεψε στο εξωτερικό και αναλύοντας τα αίτια της ήττας των επαναστατικών δυνάμεων, συνέχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη και συμμετείχε σε πολλά σοσιαλιστικά συνέδρια και δραστηριότητες. Στις 16 Απριλίου του 1917 επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη από την Ελβετία, μετά την πτώση του τσάρου Νικόλαου Β’, και ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο μπολσεβικικό κίνημα, εκδίδοντας τις «Θέσεις της 4ης του Απρίλη».
Στις 26 Οκτωβρίου 1917, το πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ παρέδωσε την εξουσία στο Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Ο Λένιν εξελέγη πρόεδρος του Συμβουλίου ενώ σ΄αυτό συμμετείχαν οι Λέων Τρότσκι (Εξωτερικές υποθέσεις), Αλεξέι Ρίκωφ (Εσωτερικές υποθέσεις), Ανατόλι Λουνατσάρσκι (Εκπαίδευση), Αλεξάνδρα Κολλοντάι (Κοινωνική πρόνοια), Φέλιξ Ντζερζίνσκι (Εσωτερικές υποθέσεις), Ιωσήφ Στάλιν (Μειονότητες), Πέτρος Στούτσκα (Δικαιοσύνη) και Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οφσέενκο (Στρατιωτικές Υποθέσεις). Σαν πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού ο Λένιν κατήργησε την ιδιωτική ιδιοκτησία στη γη και άρχισε την διανομή της γης στους αγρότες. Οι τράπεζες εθνικοποιήθηκαν και εισήχθη ο έλεγχος της παραγωγής στα εργοστάσια.
Η απόπειρα δολοφονίας και ο θάνατος
Στις 30 Αυγούστου 1918 η Φάνια Καπλάν, μέλος του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, πλησίασε το Λένιν ενώ βρισκόταν στο δρόμο για το αυτοκίνητό του. Του φώναξε και όταν αυτός γύρισε τον πυροβόλησε τρεις φορές, με αποτέλεσμα δύο από τις σφαίρες να τον βρουν στον ώμο και τον πνεύμονα. Ο Λένιν οδηγήθηκε στο διαμέρισμά του στο Κρεμλίνο, και αρνήθηκε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο, πιστεύοντας πως άλλοι δολοφόνοι θα τον περίμεναν εκεί. Οι γιατροί κλήθηκαν, αλλά αποφάσισαν ότι ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο να αφαιρεθούν οι σφαίρες. Ο Λένιν συνήλθε τελικά, αν και η υγεία του εξασθένησε από αυτό το σημείο.
Όταν ο Λένιν ανέκαμψε, στη διάσκεψη του Κόμματος, το 1922, πρότεινε τη δημιουργία μιας θέσης γενικού γραμματέα, ενώ επιλογή του για τη θέση ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν. Αμέσως μετά το διορισμό του Στάλιν ως γενικού γραμματέα, ο Λένιν εισήχθη στο νοσοκομείο προκειμένου να αφαιρέσει μια σφαίρα από την απόπειρα δολοφονίας της Φ. Καπλάν. Αναμενόταν ότι αυτή η επέμβαση θα αποκαθιστούσε την υγεία του. Αυτό δεν επρόκειτο να γίνει. Ένα αιμοφόρο αγγείο έσπασε στον εγκέφαλο του Λένιν, τον άφησε παράλυτο στη δεξιά πλευρά του και για έναν χρόνο ήταν ανίκανος να μιλήσει.
Εν τέλει, ο Λένιν πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1924, στην Γκόρκι. Φήμες ότι ο Λένιν έπασχε από σύφιλη αναπήδησαν αμέσως μετά από το θάνατό του. Η επίσημη αιτία θανάτου που δόθηκε ήταν εγκεφαλική αρτηριοσκλήρωση, ή εγκεφαλικό επεισόδιο (το τέταρτό του), αλλά από τους 27 παθολόγους που τον εξέταζαν, μόνο οκτώ υπέγραψαν το συμπέρασμα στην έκθεση αυτοψίας του. Επομένως, έχουν υποβληθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με το θάνατό του. Παραδείγματος χάριν, μια μεταθανάτια διάγνωση από δύο ψυχιάτρους και έναν νευρολόγο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε ευρωπαϊκό περιοδικό νευρολογίας, υποστήριξε ότι ο Λένιν πέθανε από τη σύφιλη.
Από το tvxs.
Τρίτη, 8 Ιανουαρίου 2013
Δολοφονία Τεμπονέρα: Το θύμα μιας βάρβαρης εποχή
Είκοσι δυο χρόνια συμπληρώνονται από τη δολοφονία του 38χρονου καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από μέλη της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας κατά τη διάρκεια μαθητικών κινητοποιήσεων. Το φθινόπωρο του 1990, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοινώνει πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία που προβλέπει μεταξύ άλλων λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων, επιβολή χρονικού ορίου στις σπουδές, πιθανό περιορισμό του πανεπιστημιακού ασύλου, επιβολή ομοιόμορφης ενδυμασίας, έπαρση της σημαίας κ.ά.Οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990 ενώ, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, τα υπό κατάληψη γυμνάσια και λύκεια φτάνουν το 70% του συνόλου. Ταυτόχρονα γίνονται πολλές πορείες διαμαρτυρίας με συμμετοχή μεταξύ 10.000 και 30.000 ατόμων, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το κλίμα θα εκτονωθεί με τις διακοπές των Χριστουγέννων, ενώ ο υπουργός Παιδείας δηλώνει ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, έως ότου γίνουν «πλήρως κατανοητά» από μαθητές και καθηγητές. Σύντομα, οι τρεις μήνες γίνονται δώδεκα και το νομοσχέδιο τροποποιείται μερικώς, χωρίς αλλαγές όμως στα σημαντικότερα σημεία (πειθαρχικές διατάξεις, περικοπές κ.ά.).
Με το νέο χρόνο, όμως, οι μαθητές και φοιτητές αποφασίζουν τη συνέχιση των καταλήψεων στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ και σε 1.800 από τα 3.014 γυμνάσια και λύκεια της χώρας. Ως απάντηση, ο υπουργός Παιδείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, δηλώνει ότι όσοι συμπληρώσουν 50 αδικαιολόγητες απουσίες λόγω των καταλήψεων θα χάσουν τη χρονιά.
Στις 07.01.1991, ημέρα επανέναρξης των μαθημάτων μετά τις γιορτές, οι καταλήψεις συνεχίζονται ενώ η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κηρύσσει στάση εργασίας και καλεί τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία «για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν» καθώς έχει γίνει αντιληπτό ότι ο κομματικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας έχει κινητοποιήσει ομάδες «αγανακτισμένων γονέων» για να «σπάσουν» τις καταλήψεις.
Από το πρωί της μέρας σημειώνονται μικροεπεισόδια μεταξύ γονέων και καταληψιών, καθηγητών και δημοτικών συμβούλων. Οι καθηγητές αρνούνται να βάλουν απουσίες στους μαθητές και ο υπουργός αποφασίζει την πειθαρχική δίωξή τους, ενώ την επόμενη μέρα, ομάδες ροπαλοφόρων εισβάλουν σε σχολεία και τραυματίζουν μαθητές, υπό τα απαθή βλέμματα των αστυνομικών οργάνων.
Στις 08.01.1991, στις 19.30 το απόγευμα, στην Πάτρα περί τα τριάντα στελέχη της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, με επικεφαλής τον τοπικό πρόεδρο της οργάνωσης Ιωάννη Καλαμπόκα, επιτίθενται οπλισμένοι κατά των μαθητών στην κατάληψη του Πολυκλαδικού Λυκείου, χωρίς όμως να επιτύχουν να διώξουν τους νέους.
Μία ώρα αργότερα, η ίδια ομάδα επιτίθεται κατά του 3ου Λυκείου και καταφέρνουν να απωθήσουν τους ελάχιστους μαθητές που βρισκόταν στο χώρο. Σε λίγο, συγκεντρώνονται έξω από το λύκειο δεκάδες μαθητές, καθηγητές, γονείς, δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης καθώς και ο δήμαρχος Πάτρας, Α. Καράβολας και ο βουλευτής Αχαΐας του Πα.Σο.Κ, Α. Φούρας.
Τα στελέχη της ΟΝΝΕΔ αρνούνται να υποχωρήσουν από την «αντικατάληψη» και δηλώνουν ότι θα παρατείνουν την κατάληψη του Λυκείου μέχρι αυτό να λειτουργήσει ξανά κανονικά. Σύντομα, τα πνεύματα οξύνονται και αρχίζουν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών με εκσφενδονίσεις αντικειμένων, ενώ σημειώνονται οι πρώτοι τραυματισμοί.
Γύρω στις 23.30 το βράδυ, ομάδα καθηγητών και γονέων επιχειρεί να μπει στο κτίριο. Με το άνοιγμα της πόρτας τα μέλη της ΟΝΝΕΔ επιτίθενται στον κόσμο με σιδερολοστούς, καδρόνια και τσιμεντόλιθους. Ο καθηγητής μαθηματικών και μέλος του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ), Νίκος Τεμπονέρας, πέφτει θανάσιμα τραυματισμένος, με ανοιγμένο το κρανίο από το σιδερολοστό του Ι.Καλαμπόκα.
Μεταφέρεται στο νοσοκομείο κλινικά νεκρός και το πρωί της 09.01.1991 παύουν όλες οι ζωτικές λειτουργίες του. Στο νοσοκομείο μεταφέρονται επίσης άλλα τέσσερα άτομα σε σοβαρή κατάσταση και δεκάδες με ελαφρότερα τραύματα. Η ομάδα του Καλαμπόκα εξαφανίζεται ανενόχλητη αφού η αστυνομία κάνει την εμφάνισή της, όταν τα επεισόδια έχουν τελειώσει. Οι αυτόπτες μάρτυρες καταγγέλλουν ως φυσικούς αυτουργούς τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Ι. Καλαμπόκα, το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Α. Μαραγκό και τον συντροφό τους Σ. Σπίνο.
Τις επόμενες μέρες, η νεανική εξέγερση κλιμακώνεται και δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών συγκρούονται με τα ΜΑΤ στην Πάτρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο υπουργός Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος παραιτείται. Στις 10.01.1991 κατά τη μεγαλειώδη διαδήλωση 50.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας, τα ΜΑΤ επιτίθενται στον κύριο όγκο των διαδηλωτών. Οι συγκρούσεις διαρκούν όλη τη μέρα και, όταν οι δυνάμεις καταστολής επιχειρούν να απωθήσουν τον κόσμο προς το Πολυτεχνείο, οι διαδηλωτές αντιστέκονται και οι συγκρούσεις κορυφώνονται.
Βομβίδες ασφυξιογόνων αερίων των ΜΑΤ προκαλούν πυρκαγιά στο κτίριο που στεγαζόταν το κατάστημα ενδυμάτων «Κ. Μαρούσης», στην συμβολή Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις που σπεύδουν στο σημείο για να σβήσουν τη φωτιά δέχονται επίθεση με χημικά αέρια από τα ΜΑΤ και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες, υποφέροντας από σπασμούς λόγω των χημικών. Όταν η πυρκαγιά σβήσει μετά τα μεσάνυχτα, ανασύρονται οι σωροί τεσσάρων πολιτών, μέσα από το κτίριο του καταστήματος.
Η ένταση συνεχίζεται για τα επόμενα εικοσιτετράωρα, με νέες πορείες, καταλήψεις και συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, ενόσω ο Γ. Σουφλιάς, αντικαταστάτης του παραιτηθέντος Β. Κοντογιαννόπουλου στο υπουργείο Παιδείας, αποσύρει τα επίμαχα νομοθετήματα και ανακοινώνει την έναρξη διαλόγου για την Παιδεία «από μηδενική βάση», μέχρις ότου ο Πόλεμος του Κόλπου μετατοπίσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Ο συγκατηγορούμενος για τη δολοφονία Α. Μαραγκός, απαλλάχτηκε με βούλευμα, ενώ ο Ι. Καλαμπόκας καταδικάστηκε πρωτόδικα από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου σε ισόβεια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης - ποινή που σύντομα μειώθηκε και στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος λόγω "καλής συμπεριφοράς". Σήμερα ζει και εργάζεται στο Βόλο ως υπεύθυνος παραρτήματος της Εθνικής Τράπεζας.
Απο το tvxs.
Σάββατο, 5 Ιανουαρίου 2013
Η εξέγερση των Σπαρτακιστών
Η εξέγερση των Σπαρτακιστών ή αλλιώς εξέγερση του Ιανουαρίου, ξεκίνησε στις 5 Ιανουαρίου του 1919 και έληξε, βουτηγμένη στο αίμα, μια εβδομάδα αργότερα. Επρόκειτο για μια γενική απεργία που εξελίχθηκε σε εμφύλια ένοπλη σύρραξη, η οποία θεωρείται ως το σημείο λήξης της Γερμανικής Επανάστασης (1918-1919).Το 1919 η κυβέρνηση της Βαϊμάρης αναδύθηκε μέσα από την επανάσταση της Γερμανίας και αντικατέστησε την κυβέρνηση της μοναρχίας. Η χώρα ήταν διχασμένη όμως μεταξύ της εικονικής εξουσίας της κυβέρνησης και της πραγματικής εξουσίας των συμβουλίων των εργαζόμενων, στρατιωτών και ναυτών που ήταν παρόμοια με τα ρωσικά σοβιέτ.
Αφορμή για την εξέγερση αποτέλεσε η αποπομπή του επικεφαλής της Αστυνομίας του Βερολίνου και μέλους του Ανεξάρτητου Σοσιολδημοκρατικού Κόμματος (USPD), Emil Eichhorn, από το «Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού», του οποίου οι πολιτικές ελεγχόταν κυρίως από τον Friedrich Ebert του Σοσιολδημοκρατικού Κόμματος (SPD), από την αποχώρηση του USPD από την επιτροπή τον προηγούμενο Δεκέμβριο.
Ο Eichhorn είχε αρνηθεί να σηκώσει τα όπλα εναντίον απεργών κατά τις αναταραχές της παραμονής των Χριστουγέννων, κάτι που για τον Friedrich Ebert τον κατέστησε αναξιόπιστο για τη θέση που κατείχε. Με το άκουσμα της είδησης, ομάδες εργατών έστησαν οδοφράγματα στους δρόμους του Βερολίνου, ενώ κατέλαβαν μια εφημερίδα στην οδό Kochstraße.
Σύντομα ενώθηκαν μαζί τους και απέκλεισαν αρκετές οδούς στην περιοχή όπου στεγάζονταν πολλές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και το επίσημο όργανο του SPD, Vorwärts, το οποίο δημοσίευε άρθρα εχθρικά προς το κίνημα των Σπαρτακιστών από το προηγούμενο φθινόπωρο. Η ηγεσία του USPD αλλά και του Κομουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD ή πρώην Λεγεώνα του Σπάρτακου) αποφάσισαν να στηρίξουν τις ενέργειες των εργατών και κάλεσαν για γενική απεργία στο Βερολίνο στις 7 Ιανουαρίου.
Ανταποκρίθηκαν 500.000 άνθρωποι οι οποίοι κατέκλυσαν το κέντρο του Βερολίνου εκείνο το Σαββατοκύριακο. Τις επόμενες δυο μέρες ωστόσο, η ηγεσία της απεργίας, η αποκαλούμενη Επαναστατική Επιτροπή, απέτυχε να συμφωνήσει στον τρόπο συνέχισης των κινητοποιήσεων, με άλλους να ζητούν ένοπλη στάση και άλλους να ζητάνε διαβουλεύσεις με τον Ebert.
Οι εργάτες εξοπλίστηκαν παρόλα αυτά. Διχογνωμίες υπήρχαν ακόμα και στο εσωτερικό του Κομουνιστικού Κόμματος. Ο Karl Liebknecht, αντίθετα με την Rosa Luxemburg, ζητούσε την βίαια ανατροπή της κυβέρνησης του Ebert, για να μην απομακρυνθεί από τους εργάτες που ούτως ή άλλως αυτό σκόπευαν να πράξουν.
Την ίδια ώρα, μέλη του KPD επιχείρησαν να πάρουν με το μέρος τους τα τάγματα που στάθμευαν στο Βερολίνο, χωρίς ωστόσο να σημειώσουν επιτυχία. Στις 8 Ιανουαρίου, το Κομουνιστικό Κόμμα αποχώρησε από την Επαναστατική Επιτροπή, κατόπιν πρόσκλησης του Friedrich Ebert από το USPD, για συνομιλίες. Την ίδια ώρα, υπέπεσε στην αντίληψη των εργατών φυλλάδιο της Vorwärts με τον τίτλο «Η ώρα της εκδίκησης φτάνει!» που ανέφεραν επίσης τις παραστρατιωτικές οργανώσεις Freikorps, οι οποίες είχαν ταχθεί κατά της δημοκρατίας και αντιτάχθηκαν στην κυβέρνηση της Βαϊμάρης.
Η κυβέρνηση του SPD είχε προσλάβει τα Freikorps για να καταστείλει τους απεργούς, ύστερα από διαταγή του Ebert προς τον υπουργό Άμυνας Gustav Noske, στις 6 Ιανουαρίου. Η Επαναστατική Επιτροπή διέκοψε τις συνομιλίες με το SPD και η Λεγεώνα των Σπαρτακιστών κάλεσε τα μέλη της να λάβουν μέρος στις ένοπλες μάχες. Την ίδια μέρα, ο Ebert διέταξε τα ακόμα εξοπλισμένα με όπλα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Freikorps να επιτεθούν στους εργάτες. ΟΙ παραστρατιωτικοί, λόγω της υπεροχής του εξοπλισμού τους, σύντομα επανακατέλαβαν τους δρόμους και τα κτίρια του Βερολίνου.
Πολλοί εργάτες παραδόθηκαν – κάτι που δεν απέτρεψε τους πρώην στρατιώτες από το πυροβολήσουν εκατοντάδες εξ αυτών. Κατά τις μάχες έχασαν τη ζωή τους πλήθος πολιτών, ο αριθμός των οποίων παραμένει αδιευκρίνιστος. Τα Freikorps συνέλαβαν επίσης τον Karl Liebknecht και τη Rosa Luxemburg, τους οποίους και εκτέλεσαν στη συνέχεια. Όσο για τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Βαϊμάρης, κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Λαϊκού Κόμματος της Γερμανίας (NSDAP) του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία.
Απο το tvxs.
Κυριακή, 23 Δεκεμβρίου 2012
Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε: Ο εμπρηστής του Ράιχσταγκ (;)
Σαν σήμερα, 23 Δεκέμβρη 1933, καταδικάζεται σε θάνατο, στη Γερμανία, ο Ολλανδός αναρχοκομμουνιστής Μαρίνους Βαν Ντε Λούμπε, που είχε κατηγορηθεί από τους Ναζί για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (Βουλή). Αντίθετα με το κοινό αίσθημα που θέλει τον Ολλανδό θύμα ναζιστικής προβοκάτσιας, τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο Βαν Ντερ Λούμπε είναι όντως ο εμπρηστής του Ράιχσταγκ, αλλά σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του αποδεικνύει πως πολλές φορές η τρομοκρατία είναι "θείο δώρο" για την εκάστοτε εξουσία.
Ο Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε γεννήθηκε 13 Ιανουαρίου του 1909. Μεγαλώνει υπό αντίξοες οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες και δουλεύει από μικρός στην οικοδομή. Τον φωνάζουν Ντέμπσεϊ λόγω της υπέρμετρης δύναμής του, από τον ομώνυμο αμερικανό πυγμάχο. Το 1925, γράφεται στο Ολλανδικό Κομουνιστικό Κόμμα (CHP) και ένα χρόνο αργότερα, παθαίνει ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα που σχεδόν τον τυφλώνει. Έτσι, αναγκάζεται να αφήσει τη δουλειά του και ζει με τα ελάχιστα χρήματα που παίρνει από την αναπηρική σύνταξη.
Σύντομα, ο Μαρίνους απογοητεύεται με το CHP και εντάσσεται στη Διεθνιστική Κομουνιστική Ομάδα (IKG), ενώ ιδρύει το "Σπίτι του Λένιν", όπου οργανώνει πολιτικές συζητήσεις. Θέλει να φύγει για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν μπορεί να μαζέψει τα απαραίτητα χρήματα και έτσι, το 1933 μετακομίζει στη Γερμανία, όπου το κομουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο, τουλάχιστον μέχρι το ιστορικό γεγονός, στο οποίο ο Βαν Ντερ Λούμπε θα είναι πρωταγωνιστής.
Το Ράιχσταγκ παίρνει φωτιά στις 27 Φεβρουαρίου 1933 και η αστυνομία βρίσκει μέσα στο φλεγόμενο κτίριο τον Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε σε άθλια κατάσταση. Βασανίζεται από τις ναζιστικές αρχές και ομολογεί πως ο ίδιος ξεκίνησε την πυρκαγιά στο κοινοβούλιο με σκοπό να καλέσει τους Γερμανούς εργάτες σε εξέγερση κατά του φασιστικού καθεστώτος.
Στον τόπο της πυρκαγιάς σπεύδουν αμέσως ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ, καθώς και ο ανταποκριτής των Times, Σέφτον Ντέμλερ, που καταγράφει την αντίδραση του Γερμανού δικτάτορα: "Στον επόμενο διάδρομο, ο Χίτλερ φρόντισε να μείνει λίγο πίσω και να με συναντήσει. Έφτασε μέχρι την προφητεία: ‘Να δώσει ο Θεός αυτό να είναι έργο των Κομμουνιστών. Αυτή τη στιγμή γίνεσαι μάρτυρας της αρχής μιας σπουδαίας νέας εποχής στη Γερμανική Ιστορία, χερ Delmer. Αυτή η πυρκαγιά είναι η αρχή' είπε ο Χίτλερ, και σκόνταψε σε ένα σωλήνα".
Οι θεωρίες για το κατά πόσον ο Βαν Ντερ Λούμπε ήταν ειλικρινής επαναστάτης ή προβοκάτορας των Ναζί –όπως υποστήριξε το Κομουνιστικό Κόμμα– ή ακόμα και ο λάθος άνθρωπος τη λάθος στιγμή, φαίνεται πως έχουν ελάχιστη σημασία μπροστά στο γεγονός ότι ο Χίτλερ δεν άργησε ούτε δευτερόλεπτο να εκμεταλλευτεί πολιτικά την περίσταση. Μόλις το ίδιο βράδυ, συνελήφθησαν 1.500 κομουνιστές και το γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα, με ποσοστά που άγγιζαν 17% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τέθηκε εκτός νόμου.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Χίτλερ ζητάει και λαμβάνει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ το "Διάταγμα πυρκαγιάς Ράιχσταγκ", που καταπατά τις περισσότερες πολιτικές ελευθερίες στη Γερμανία και απαγορεύει την αντιναζιστική προπαγάνδα. Με το ΚΚΓ εκτός κοινοβουλίου, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καταλαμβάνει την πλειοψηφία των εδρών του Ράιχσταγκ (52%), γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την επίσημη εγκαθίδρυση του απολυταρχικού καθεστώτος του Χίτλερ.
Το Δεκέμβριο του 1933, ο Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε δικάζεται κατηγορούμενος για εμπρησμό και συμμετοχή σε κομουνιστική συνωμοσία κατά του Κράτους. Για να ενισχυθεί η ιδέα πως η πυρκαγιά οφείλεται στην "κομουνιστική απειλή", δικάζονται μαζί του άλλοι τέσσερις κομουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα γραμματέας της Κομουνιστικής Διεθνούς, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ. Οι 4 αθωώνονται, αλλά ο Βαν Ντερ Λούμπε καταδικάζεται σε θάνατο και έρχεται αντιμέτωπος με τη γκιλοτίνα στις 10 Ιανουαρίου 1934.
Εβδομήντα τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά το θάνατό του, ο Ολλανδός θα αθωωθεί συμβολικά από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης, που όμως στηρίζει την απόφασή του στο νόμο του 1998, για την αποκατάσταση όσων καταδικάστηκαν από το –εξ ορισμού άδικο– ναζιστικό καθεστώς και δεν έχει να κάνει με το εάν ο Βαν Ντερ Λούμπε ήταν αθώος ή ένοχος.
Για την ιστορία, η πλειοψηφία των ιστορικών θεωρεί πολύ πιθανότερη την εκδοχή του αυτόβουλου και ιδεολογικής εμπνεύσεως εμπρησμού από τον Βαν Ντερ Λούμπε, κάτι που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί μεροληπτικό, μιας και η μεταπολεμική ιστοριογραφία έχει γενικότερα δαιμονοποιήσει το χιτλερικό καθεστώς. Ούτε η εκδοχή της προβοκάτσιας, η οποία στηρίζεται σε ορισμένα αρχεία της Γκεστάπο που όμως έμειναν για πολλά χρόνια στη Μόσχα και έχουν πιθανότατα υποστεί "μετατροπές", ούτε φυσικά η εκδοχή των Ναζί ότι υπήρχε οργανωμένο και ευρείας κλίμακας σχέδιο των κομουνιστών για κοινωνική εξέγερση, μπορούν να στηριχτούν βάσει των στοιχείων.
Απο το tvxs.
Σάββατο, 22 Δεκεμβρίου 2012
Νίκος Μπελογιάννης (1915 – 1952)
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου
του 1915 στην Αμαλιάδα. Από μαθητής του Γυμνασίου βρέθηκε στο
δημοκρατικό κίνημα. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν τέλειωσε τις σπουδές του,
διότι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με απόφαση της Συγκλήτου για τη
δράση του «εναντίον της κοσμογονίας του Κονδύλη».
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο (τον μετέπειτα δικτάτορα), Ν. Κομιάνο, Γ. Κοράκη, και Θ. Κυριακόπουλο. Ο Νίκος Μπελογιάννης είναι μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο. Η απόφαση προκαλεί διεθνή κατακραυγή, ενώ στο εσωτερικό της χώρας το πολιτικό κλίμα φορτίζεται και πάλι επικίνδυνα.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται. Δεσπόζουσα μορφή, ο 37χρονος Μπελογιάννης, ο οποίος παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία. Την 1η Μαρτίου ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία... Εις θάνατον καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας κυριολεκτικά καταρρέει. Όλη η κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει το γεγονός.
Τα άσχημα μαντάτα ταξιδεύουν γρήγορα μέχρι το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στον Αϊ Στράτη, όπου ζει εξόριστος ο Γιάννης Ρίτσος. Την ίδια μέρα θα γράψει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο.
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο (τον μετέπειτα δικτάτορα), Ν. Κομιάνο, Γ. Κοράκη, και Θ. Κυριακόπουλο. Ο Νίκος Μπελογιάννης είναι μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο. Η απόφαση προκαλεί διεθνή κατακραυγή, ενώ στο εσωτερικό της χώρας το πολιτικό κλίμα φορτίζεται και πάλι επικίνδυνα.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται. Δεσπόζουσα μορφή, ο 37χρονος Μπελογιάννης, ο οποίος παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία. Την 1η Μαρτίου ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία... Εις θάνατον καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας κυριολεκτικά καταρρέει. Όλη η κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει το γεγονός.
Τα άσχημα μαντάτα ταξιδεύουν γρήγορα μέχρι το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στον Αϊ Στράτη, όπου ζει εξόριστος ο Γιάννης Ρίτσος. Την ίδια μέρα θα γράψει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο.
Απο το Σαν σημερα.gr
Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου 2012
Η Μάχη του Βερντέν
Από τις σημαντικότερες πολεμικές αναμετρήσεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με μεγάλη διάρκεια ( 21 Φεβρουαρίου – 18 Δεκεμβρίου 1916) και πολύ αίμα. Αντιμέτωπες τέθηκαν, για μια ακόμη φορά, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Γερμανίας.Το Βερντέν είναι μία πόλη της βορειοανατολικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Μόζα ή Μεύση (Μeuse). Βρίσκεται σε στρατηγική θέση από την εποχή κιόλας του Αττίλα, ο οποίος απέτυχε να την κατακτήσει. Ελέγχει τη βόρεια είσοδο της πεδιάδας της Καμπανίας, που οδηγεί κατευθείαν στο Παρίσι. Γι' αυτό και οι Γάλλοι είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα σε μεγάλη έκταση.
Στα τέλη του 1915 οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο είχαν βαλτώσει. Τη γερμανική προέλαση του 1914 διαδέχθηκε ο πόλεμος των χαρακωμάτων. Ο αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου, Έριχ φον Φαλκενχάιν, πίστευε ότι μια μαζική επίθεση του στρατού του θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Γάλλους και θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Διάλεξε το Βερντέν, που ήταν απομονωμένο από τα τρία σημεία του ορίζοντα, με μικρές δυνατότητες υποχώρησης και μόνο μία οδό ανεφοδιασμού για τους Γάλλους. Επιπλέον, σε μια ενδεχόμενη νίκη του, ο δρόμος για το Παρίσι θα ήταν ανοικτός.
Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με μεγάλη μυστικότητα, αλλά διέρρευσε στους Γάλλους, λίγες μέρες πριν από την έναρξή της, που καθυστέρησε εξαιτίας του κακού καιρού. Έτσι, οι Γάλλοι πρόφτασαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Βερντέν με δύο μεραρχίες και ανέβασαν τις δυνάμεις τους στους 30.000 άνδρες. Η επίθεση των Γερμανών άρχισε στις 7 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1916 με σφοδρό κανονιοβολισμό των γαλλικών θέσεων. Υπολογίστηκε ότι μέχρι το απόγευμα ρίχτηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο βόμβες.
Ακολούθησε επίθεση από τρία σώματα στρατού, συνολικής δυνάμεως 150.000 ανδρών. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά φλογοβόλα όπλα για να «καθαρίσουν» τα γαλλικά χαρακώματα, αλλά και χημικά αέρια. Δύο μέρες αργότερα είχαν προελάσει 7 χιλιόμετρα μέσα στις εχθρικές γραμμές, ενώ στις 25 Φεβρουαρίου κατέλαβαν το Φορ Ντουαμόν, ένα σπουδαίο κρίκο στην οχυρωματική αλυσίδα του Βερντέν.
Η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Γάλλους. Τους έσωσαν, όμως, οι ενισχύσεις υπό τον στρατηγό Πετέν, που κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο. Οι έντονες χιονοπτώσεις και η αριθμητική ισορροπία οδήγησαν τη μάχη σε στασιμότητα και τέλμα, γνώριμο στοιχείο των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο. Στις μάχες του Βερντέν έλαβε μέρος και ένας νεαρός λοχαγός, ο Σαρλ Ντε Γκολ (μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας), ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τον Μάιο ο Πετέν πήρε προαγωγή και παραχώρησε τη θέση του στον Ρομπέρ Νιβέλ, ένα στρατηγό με επιθετικό πνεύμα και αποφασιστικότητα. Σε αυτόν αποδίδεται η φράση «Δεν θα περάσουν» («Ils ne passeront pas»), που έγινε δημοφιλής αργότερα σε 1916 οι γερμανικές δυνάμεις αποδυναμώθηκαν, όταν οι Αγγλογάλλοι άνοιξαν νέο μέτωπο βόρεια στη Σομ και το φθινόπωρο ήταν εξουθενωμένες από τις μεγάλες απώλειες. Τη μεγάλη ευκαιρία εκμεταλλεύτηκε ο Νιβέλ και στις 21 Οκτωβρίου εκδήλωσε την αντεπίθεσή του. Μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1916 οι Γερμανοί είχαν απωθηθεί στις θέσεις που κατείχαν στις 21 Φεβρουαρίου, όταν ξεκίνησαν τη μάχη.
Το Βερντέν έγινε σύμβολο της γαλλικής αποφασιστικότητα,ς με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Οι Γάλλοι στην «Κιμαδομηχανή του Βερντέν» έχασαν 378.000 άνδρες (163.000 νεκροί και 215.000 τραυματίες) και οι Γερμανοί 330.000 (143.000 νεκροί και 187.000 τραυματίες). Η αντοχή και η αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων στο Βερντέν οδήγησε τους Γάλλους στην κατασκευή της περίφημης Γραμμής Μαζινό, η οποία αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής για τις συνθήκες του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου.
Από το tvxs.
Πέμπτη, 6 Δεκεμβρίου 2012
ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ: Σαν σήμερα έφυγε ο "πρίγκιπας"
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Παύλος Σιδηρόπουλος
Πριν
από 22 ακριβώς χρόνια, στις 6 Δεκεμβρίου 1990, «έφυγε» ένας από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής ροκ μουσικής. Ο συνθέτης,
στιχουργός και τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος, παρόλο που έζησε μόλις
μέχρι την ηλικία των 42 ετών, άφησε πίσω του αξιοσημείωτη μουσική
κληρονομιά με αντοχή στο χρόνο και επιρροή στους νέους καλλιτέχνες.
Ο
Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα. Ήταν
δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της ποιήτριας Έλλης Αλεξίου.
Ως
παιδί, δεν σπούδασε μουσική - παρόλο που το ταλέντο του είχε φανεί από
πολύ νωρίς - διότι δεν το θέλησε ο πατέρας του. Στα εφηβικά του χρόνια
άρχισε να ακούει κυρίως ροκ εντ ρολ.
Η
μουσική του πορεία ξεκίνησε το 1970 στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε
μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί, γνώρισε τον Παντελή
Δεληγιαννίδη, με τον οποίο δημιούργησαν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας».
Στη συνέχεια, κατέβηκαν στην Αθήνα και μέσα στη διετία 1970-71
ηχογράφησαν για τη δισκογραφική εταιρεία Lyra τον πρώτο τους μικρό δίσκο
45 στροφών, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους». Επιπλέον,
συμμετείχαν στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο» με τα κομμάτια
τους «Απογοήτευση» και «Ο γέρο-Μαθιός».
Το
1972 ενσωματώθηκαν στη ροκ μπάντα «Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της
συνεργασίας ήταν ένας δίσκος που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε το γνωστό
τραγούδι «Ο Ντάμης ο ληστής», το οποίο, εξαιτίας του φόβου της
λογοκρισίας, μετονομάστηκε σε «Ο Ντάμης ο Σκληρός».
Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύθηκε και τα «Μπουρμπούλια» ακολούθησαν τον Διονύση Σαββόπουλο.
Από
το 1974 έως το 1976, ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη
Μαρκόπουλο. Μετά τις πρώτες πρόβες, ο ίδιος είχε αναφέρει: «O
Μαρκόπουλος σχεδόν απαγόρεψε στον οποιονδήποτε φίλο του να με πλησιάσει.
Με σύστηνε πάντα με χαμόγελο ως "ο ροκ επικίνδυνος τρόπος ζωής", αλλά
φαίνεται ότι ασκούσα κάποια έλξη πάνω του γι' αυτόν ακριβώς τον τρόπο
ζωής». Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του Μαρκόπουλου:
«Θεσσαλικός κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».
Στο
μεταξύ, αρνήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Σχετικά με αυτό,
είχε πει: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμιση μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401
και τέσσερα ηλεκτροσόκ, πήρα τρελόχαρτο".
Στα
τέλη του 1977, δημιούργησε, μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το
γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφόρησαν έναν από τους πιο επιτυχημένους
δίσκους της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον «Φλου». Ωστόσο, και αυτό το
συγκρότημα διαλύθηκε, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και
μια σειρά συναυλιών.
Το
1979, δημιούργησε το σχήμα «Εταιρία Καλλιτεχνών».Έπαιζαν ροκ εντ ρολ
της δεκαετίας 1955-1965, αλλά και δικά τους κομμάτια, τα οποία, αν και
σχεδίαζαν να δισκογραφήσουν, αυτό δεν έγινε ποτέ.
Την
ίδια περίοδο, ο Σιδηρόπουλος έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο
ως πρωταγωνιστής στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος»,
ενώ ερμήνευσε και τα τραγούδια της ταινίας, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονται τα πολύ γνωστά "Να μ' αγαπάς" και "Κάποτε θα 'ρθουν".
Σε συνέντευξή του, είχε αναφέρει σχετικά: «Μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο ο
Αντρέας και μου είπε: "Έχω γράψει ένα έργο για πάρτη σου, μοιάζει πολύ
με τη ζωή σου." Η αλήθεια είναι ότι εγώ το βρήκα λίγο μελό. Ο Αντρέας
μου επεσήμανε ότι στην πορεία θα το άλλαζε και θα το έκανε πιο πειστικό
και ανθρώπινο, αλλά τελικά δεν το έκανε. Ομολογώ ότι συμμετείχα στην
ταινία με μαύρη καρδιά».
Στη
συνέχεια, έπαιξε στην ταινία «Αλδεβαράν» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη
Πουλικάκο, η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στη μικρή
καριέρα του ως ηθοποιός, περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο
σήριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή», που προβλήθηκε από την ΕΡΤ1.
Η
συνεχής αλλαγή συνεργατών στη μουσική σταμάτησε το 1980. Ο Σιδηρόπουλος
κατέληξε σ' ένα σχήμα, τους «Απροσάρμοστους», και, με μικρές αλλαγές,
έπαιξε μαζί τους μέχρι το τέλος.
Το
1982 κυκλοφόρησαν το δίσκο «Εν Λευκώ», ο οποίος αντιμετώπισε προβλήματα
λογοκρισίας για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και για προσβολή της
δημοσίας αιδούς. Το 1985 κυκλοφόρησαν σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου το
δίσκο «Zorba the freak» και το 1989 το «Χωρίς Μακιγιάζ» που ήταν ζωντανά
ηχογραφημένος στο «Μετρό».
Στο
μεταξύ, ο Σιδηρόπουλος όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε δική του
οικογένεια, παρόλο που, όπως επισημαίνουν κοντινά του πρόσωπα,
ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Για τις γυναίκες και τη
σχέση του μαζί τους έλεγε χαρακτηριστικά: "Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης
μας. Είναι το πλάσμα που αγαπάμε στο έπακρο και μισούμε στο έπακρο
ταυτοχρόνως, όπως εμπεριέχουμε το Σατανά και το Θεό μαζί...".
Στις
αρχές της δεκαετίας του '80, η υγεία του είχε ήδη αρχίσει να
κλονίζεται, λόγω της χρήσης ναρκωτικών. Το φθινόπωρο του 1979, όταν ήταν
31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Στην αρχή, ο ίδιος πίστευε
ότι δεν είχε τίποτα να χάσει και ότι θα μπορούσε να ξεμπλέξει εύκολα.
Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε το αδιέξοδο, κάτι που φάνηκε τόσο στους
στίχους των κομματιών του, όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές
έκανε προσπάθειες να ξεφύγει και κατόρθωνε για κάποια χρονικά διαστήματα
να παραμείνει "καθαρός". Δυστυχώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις
προσπάθειες που γίνονταν κυρίως ατομικά και χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε
κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης, τελικά δεν τα κατάφερε.
Την
άνοιξη του 1990, έφυγε από τη ζωή η μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη
αδυναμία, γεγονός που τον κατέβαλε ακόμα περισσότερο. Λίγους μήνες
αργότερα, αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η
διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου
του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή
ψυχολογία του επιδεινώθηκε. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν
πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοίμασε με το συγκρότημά του,
τους "Απροσάρμοστους", τον καινούργιο του δίσκο (πρόκειται για το
μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και έδωσε συναυλίες.
Στις
6 Δεκεμβρίου του 1990, έπεσε σε κώμα στο σπίτι μιας γνωστής του στο Νέο
Κόσμο και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο
νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.
Κηδεύτηκε
στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα
Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθος κόσμου που
είχε κατακλύσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο.
Σάββατο, 1 Δεκεμβρίου 2012
Η ΡΟΖΑ ΠΑΡΚΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Ήταν 1 Δεκεμβρίου του 1955 όταν η Aφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό άντρα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Αυτή η πρωτοφανής κίνηση για την εποχή, έμελλε να σημαδέψει τον αγώνα των μαύρων για ίσα δικαιώματα στις ΗΠΑ.Η 42χρονη μοδίστρα από το Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα έπειτα από μία μέρα στη δουλειά, επιβιβάστηκε σε λεωφορείο στο κέντρο της πόλης και κάθισε στην πρώτη σειρά των θέσεων που προορίζονταν για τους «μαύρους» πολίτες. Σύμφωνα με το νόμο για το φυλετικό διαχωρισμό, ο οποίος ίσχυσε μέχρι το 1956, οι θέσεις των μαύρων επιβατών βρίσκονταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου και χωρίζονταν από εκείνες των λευκών με μια κενή σειρά. Όταν το λεωφορείο γέμισε και έμειναν όρθιοι τέσσερις λευκοί, ο οδηγός Τζέιμς Μπλέικ, απαίτησε να αδειάσει η πρώτη σειρά του «έγχρωμου τομέα», στην οποία καθότανε η Παρκς και να μείνει κενή. Ενώ οι έγχρωμοι συνεπιβάτες της συμμορφώθηκαν στη διαταγή του οδηγού, η Παρκς εναντιώθηκε και παρέμεινε στη θέση της με αποτέλεσμα εκείνος να καλέσει την αστυνομία κι εκείνη να συλληφθεί.
Η ακτιβίστρια κοινωνικών δικαιωμάτων και γραμματέας του παραρτήματος NAACP, της Εθνικής Ενώσεως για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων, σημειώνει για το συμβάν στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Η ιστορία μου», «Ο κόσμος λέει ότι δεν παραχώρησα τη θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη ούτε περισσότερο κουρασμένη απ’ όσο ήμουν συνήθως στο τέλος μιας ημέρας στη δουλειά. Όχι, η μόνη κούραση που είχα, ήταν αυτή του να υποχωρώ».
Μετά την αποφυλάκισή της, στις 5 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε να διεξαχθεί μποϊκοτάζ στα λεωφορεία του Μοντγκόμερυ με επικεφαλής την οργάνωση Montgomery Improvement Association (MIA) και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη πάστορας σε εκκλησία της πόλης. Ύστερα από το μποϊκοτάζ που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1956 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κήρυξε αντισυνταγματικό το νόμο για το φυλετικό διαχωρισμό.
Η Ρόζα Παρκς, αν και δεν ήταν η πρώτη που αντέδρασε σε τέτοια φαινόμενα ρατσισμού, η πράξη της οδήγησε σε μία από τις πρώτες νίκες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ κι εκείνη έμεινε στην ιστορία ως τη «Μητέρα του σύγχρονου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων». Το 1996 της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, ενώ το 1999 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου για τον αγώνα της κατά του ρατσισμού. Η Ρόζα Παρκς πέθανε σε ηλικία 92 ετών, το 2005, και ήταν η πρώτη γυναίκα η σορός της οποίας εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Καπιτώλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου