Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Η αντιφασιστική εξέγερση στην Αυστρία τον Φλεβάρη του 1934


Του Κώστα Παπαντωνίου

Ογδόντα πέντε χρόνια πριν, στις 12 Φεβρουαρίου του 1934, οι Αυστριακοί εργάτες πήραν τα όπλα για να αποκρούσουν την άνοδο του φασισμού. Άντεξαν μόλις τέσσερις ημέρες, καθώς είχαν ελάχιστα μέσα στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν τον πάνοπλο εθνικό στρατό, την αστυνομία και τις παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις. Το μήνυμα αντίστασης, όμως, έφτασε παντού. Ήταν η πρώτη προσπάθεια της εργατικής τάξης στην Ευρώπη να κοιτάξει το τέρας στα μάτια. Να αντιμετωπίσει τον φασισμό με τα όπλα στο χέρι.

Τα αντίπαλα στρατόπεδα
Από τη μία ήταν οι σοσιαλδημοκράτες, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές. Από την άλλη ήταν ο καγκελάριος Έγκελμπερτ Ντόλφους και το βαθιά συντηρητικό και αυταρχικό Χριστιανικό Κοινωνικό Κόμμα (CSP, σήμερα Λαϊκό Κόμμα, OeVP) που είχε την εξουσία. Από τη μία ήταν οι εργάτες, οι συνδικαλιστές και οι φοιτητές. Από την άλλη το παραστρατιωτικό κίνημα Πατριωτικής Φρουράς (Heimwehr – Bewegung).
Φασισμός από τα «πάνω»
Στο 2ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ (έντυπο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) για τον Μάρτιο – Απρίλιο, σε ειδικότερη αναφορά του για την Πατριωτική Φρουρά, στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος, αναφέρεται ότι οι δυνάμεις της προέρχονταν από τις ομάδες Λευκής Φρουράς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Θεωρούνταν το πραγματικό φασιστικό κίνημα στην Αυστρία, αλλά ήταν πολύ στενά συνδεδεμένο με το CSP. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή ο αυστριακός φασισμός δεν ήρθε στην εξουσία, όπως συνέβη στην περίπτωση της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας, από τα «κάτω» ή από τα «έξω», αλλά από τη θέση της κυβέρνησης». Το 1933 η κυβέρνηση του CSP κατόρθωσε να να διαλύσει το Κοινοβούλιο και το συνταγματικό δικαστήριο και να κυβερνήσει μέσω έκτακτων διαταγμάτων. «Αυτό ήταν ήδη μια συνταγματική παραβίαση και το τέλος της Αυστρίας ως δημοκρατικού κράτους».
Όπως ήταν αναμενόμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα απαγορεύτηκε, ενώ την ίδια τύχη είχε και η Δημοκρατική Δύναμη Προστασίας, όπως και η παραστρατιωτική οργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SP) Schutzbund που μετρούσε 80.000 μέλη, ενώ ήδη από καιρό εκτός νόμου είχε τεθεί η Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας. Εξαίρεση αποτελούσε μόνο η «Κόκκινη Βιέννη», όπου παρέμενε στην εξουσία το SP. Σημειώνεται ότι η Βιέννη λεγόταν έτσι από το 1918 έως το 1934, επειδή οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν την πλειοψηφία – και ήταν η πρώτη φορά που η πόλη είχε δημοκρατική διακυβέρνηση.
Η απόφαση για ένοπλη αντίσταση του SP
Όπως περιγράφει τα γεγονότα ο Γκέρνοτ Τράουσμουτ στην ιστοσελίδα Marxist.com, μετά το κλείσιμο του Κοινοβουλίου το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επιδίωξε να ληφθούν μέτρα εναντίον του πραξικοπήματος, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Σημειώνεται ότι από το συνέδριο του 1926, οι Αυστρo-μαρξιστές είχαν πει στους εργάτες ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ένοπλη πτέρυγά του θα πολεμούσαν με κάθε αναγκαίο μέσο αν η αστική τάξη επιχειρούσε να καταλύσει τη δημοκρατία. «Υπό τις συνθήκες ενός φασιστικού ή μοναρχικού πραξικοπήματος, το εργατικό κίνημα θα έπρεπε να είναι οπλισμένο και έτοιμο να χτίσει τη δικτατορία του προλεταριάτου» ήταν η επίσημη γραμμή του κόμματος.
Όταν λοιπόν, το 1933, οι αστοί έβαλαν τέλος στη δημοκρατία, οι εργάτες απαίτησαν «οι λέξεις να γίνουν πράξεις». Η μία περιφερειακή οργάνωση μετά την άλλη ψήφισαν τόσο υπέρ της γενικής απεργίας όσο και του ένοπλου αγώνα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αριστερή πτέρυγα κατάφερνε να ενισχύεται όλο και περισσότερο. Ακολούθησε ο σχηματισμός του Μετώπου Νεολαίας (Jungfront), το οποίο ανέλαβε να οργανώσει μαζικές αντιφασιστικές εκστρατείες και όχι μόνο προκάλεσε αναταραχή στις τάξεις των φασιστών, αλλά διέλυσε τις ναζιστικές συναντήσεις και κινητοποίησε ένοπλες διαδηλώσεις εναντίον τους μαζί με την παραστρατιωτική οργάνωση του SP.
Στην αρχή, η οργάνωση βρισκόταν υπό τον έλεγχο του κόμματος, κάτι που άλλαξε σύντομα. Η πιο εξέχουσα προσωπικότητά της ήταν ο Ερνστ Φίσερ, νεαρός δημοσιογράφος του κόμματος, του οποίου το βιβλίο «Η κρίση της Νεολαίας» είχε σημαντική επιρροή στον τρόπο σκέψης των ακτιβιστών στις οργανώσεις της Σοσιαλιστικής Νεολαίας. Όλο και περισσότεροι από το Jungfront ριζοσπαστικοποιήθηκαν και έγιναν το πρόπλασμα μιας συγκροτημένης οργανωμένης αριστερής πτέρυγας μέσα στη Σοσιαλδημοκρατία. Στην πραγματικότητα, ο Φίσερ και οι σύντροφοί του υποστήριζαν μόνο ότι το SP έπρεπε να πάρει σοβαρά το ίδιο του το πρόγραμμα.
Οι λέξεις δεν γίνονταν πράξεις
Αλλά δεν το πήρε. Κατά τη διάρκεια του 1933, η αριστερή πτέρυγα ισχυροποιήθηκε μέσα στο κόμμα, παρότι η ηγεσία του κόμματος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να το αποτρέψει. Ο Ότο Μπάουερ, ο χαρισματικός ηγέτης των Αυστριακο-μαρξιστών, τάχθηκε κατά του ένοπλου αγώνα και μετατοπίστηκε προς τα δεξιά. Η δεξιά πτέρυγα μέσα στην ηγεσία του κόμματος μετακινήθηκε ακόμη περισσότερο προς τα δεξιά και δεν υπερασπίστηκε απλά την παθητική στάση της Σοσιαλδημοκρατίας. Πήγε και ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας συμφωνία με το καθεστώς! Υποστήριξε ότι η Σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να δεχτεί το νέο αυταρχικό σύνταγμα, με αντάλλαγμα να διατηρηθούν νόμιμες οι οργανώσεις της.
Στο έκτακτο συνέδριο του SP τον Οκτώβριο του 1933 η αριστερή πτέρυγα θα μπορούσε να έχει κερδίσει την πλειοψηφία. Δεν ήθελε, όμως, να αναλάβει την ευθύνη να ηγηθεί.
Ο Μαξ Άντλερ, ο οποίος ήταν ο πνευματικός νους μέσα στον αυστρο-μαρξισμό για τα προηγούμενα 20 χρόνια, προτίμησε να αποφύγει μια ανοιχτή σύγκρουση με την υπόλοιπη ηγεσία του κόμματος, και έτσι όλα κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος παρέτεινε την παθητική πολιτική του SP. Κατά συνέπεια, τους μήνες που ακολούθησαν, οι αριστεροί ακτιβιστές και ριζοσπάστες εγκατέλειψαν το κόμμα. Η απογοήτευση ήταν ευρεία. Στην πραγματικότητα η Σοσιαλδημοκρατία είχε μόλις χάσει την ενότητα και τη δύναμή της.
Προδοσία από ηγέτες
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα στη συνέχεια. Λίγες ημέρες πριν την εξέγερση του Φεβρουαρίου, αρκετοί ηγέτες της ένοπλης οργάνωσης ξεπουλήθηκαν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ηγέτη των δυτικών συνοικιών της Βιέννης, ο οποίος όχι μόνο πρόδωσε το κίνημα, αλλά και ενημέρωσε το καθεστώς για τα σχέδια που υπάρχουν σε περίπτωση που ξεκινούσε ένοπλος αγώνας. Στο Νόιστατ, το προάστιο στα νότια της Βιέννης, στην περιοχή στην οποία έχει τις ρίζες του το SP και όπου ξεκίνησε η μεγάλη επαναστατική γενική απεργία του 1918, ο ηγέτης της ένοπλης οργάνωσης, έγραψε μία εξευτελιστική στιγμή για τον ίδιο, τρέχοντας σε σημείο ελεγχόμενο από την αστυνομία ώστε να μπορέσουν να τον συλλάβουν.
Η αρχή της εξέγερσης
Παρόλα αυτά υπήρχε μία μικρή μειοψηφία, αρκετών χιλιάδων νέων εργαζομένων, οι οποίοι είχαν προετοιμαστεί να υπερασπιστούν τις οργανώσεις τους εναντίον του φασισμού, χρησιμοποιώντας όπλα και δυναμίτη. Ένας από αυτούς ήταν ο γραμματέας του κόμματος στο Λιντς Ρίχαρντ Μπέρνασεκ, ο οποίος στις 11 Φεβρουαρίου του 1934 πίεσε τον Ότο Μπάουερ να αντιδράσει απέναντι στο καθεστώς. Του έστειλε τελεσίγραφο, με το οποίο έλεγε ότι σε περίπτωση επιπλέον προκλήσεων από τη φασιστική ομάδα Heimwehr ή την αστυνομία θα ξεκινούσε τον ένοπλο αγώνα στο Λιντς στην Άνω Αυστρία. Ο Μπάουερ, αν και ήταν κατά της ένοπλης εξέγερσης, τις πρώτες ώρες της 12ης Φεβρουαρίου κατάλαβε ότι αυτή η ώρα είχε έρθει. Η αστυνομία επιχείρησε να εισβάλλει στο Hotel Schiff το αρχηγείο του SP στο Λίντς, με σκοπό να ψάξει για όπλα της παράνομης οργάνωσής του Schutzbund, όμως βρέθηκε αντιμέτωπη με τους πυροβολισμούς των εργατών, οι οποίοι στην εισβολή απάντησαν με ριπές από πολυβόλο. Αυτή ήταν η έναρξη της εξέγερσης. Σύντομα, οι συγκρούσεις θα εξαπλώνονταν στη μία μετά την άλλη βιομηχανική πόλη της Αυστρίας.

Η κρίσιμη απεργοσπασία
Ο Μπάουερ και ο επικεφαλής της Schutzbund Γιούλιους Ντόιτς ανέλαβαν να σχηματίσουν την προσωρινή ηγεσία του ένοπλου αγώνα. Όμως σύντομα εγκατέλειψαν, καθώς αποδέχτηκαν πως το καθεστώς είχε εδραιώσει τον έλεγχό του στην πρωτεύουσα και ήταν ικανό να απομονώσει τους εργάτες που ήταν έτοιμοι να αντισταθούν. Ο αγώνας έμεινε χωρίς κεντρική ηγεσία και συντονισμό.
Σε πολλούς εργασιακούς χώρους όμως συνέχιζαν να οργανώνονται αυθόρμητα νέες απεργίες και κινητοποιήσεις. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κατάστασης έπαιξαν οι εργάτες ηλεκτρικής ενέργειας στη Βιέννη, οι οποίοι διέκοψαν το ρεύμα έτσι ώστε να μην μπορούν να λειτουργήσουν τα τραμ.
Ωστόσο, οι εργάτες στους σιδηροδρόμους αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα για γενική απεργία, απόφαση που κατέστησε πολύ ευκολότερη τη δουλειά για το καθεστώς, καθώς ο στρατός μπορούσε να βασιστεί στη μεταφορά πυρομαχικών και στρατευμάτων (καθώς και φασιστικών συμμοριών). Ο Μπάουερ και ο Ντόιτς σύντομα είδαν ότι ο αγώνας χάθηκε και τη δεύτερη ημέρα της εξέγερσης διέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία.
Σε ορισμένα μέρη η αντίσταση συνεχίστηκε. Αλλά μόνο σε λίγες πόλεις ή συνοικίες οι εξεγερμένοι είχαν τα μέσα για να αντεπεξέλθουν σε μία πραγματική μάχη απέναντι στα στρατεύματα, την αστυνομία και τις φασιστικές συμμορίες.
Πριν τον κρεμάσουν, φώναξε «Ελευθερία!»
Στο Μπρουκ στην όχθη του Μουρ, όπου βρισκόταν η βιομηχανία μετάλλων, οι εργαζόμενοι ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης και την οργάνωσαν για την εξέγερση. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο Κόλομαν Βάλις, ο περιφερειακός γραμματέας του κόμματος. Υπήρξε ενεργός στην Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία του 1919 και είχε δραπετεύσει στην Αυστρία, όπου εξελίχθηκε σε εξέχουσα προσωπικότητα της Αριστεράς. Παρ’ όλο που είχε στραφεί κατά του Μετώπου Νεολαίας και των ριζοσπαστικών του σλόγκαν («Χτίστε Σοβιέτ»), μόλις άκουσε για τις μάχες στο Λιντς πήγε αμέσως στο Μπρουκ για να πολεμήσει στο πλευρό των συντρόφων του. Μετά την ήττα της εξέγερσης και λίγο πριν τον κρεμάσουν, η τελευταία λέξη που φώναξε πριν πεθάνει ήταν «Ελευθερία!»
Ο Βάλις δεν ήταν ο μόνος που οδηγήθηκε στην αγχόνη. Έντεκα ακόμη σοσιαλιστές εκτελέστηκαν, μεταξύ αυτών ο Καρλ Μουνιχράιτερ, συμπάθεια του Φίσερ, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε κυριολεκτικά από το φορείο στην κρεμάλα. Ένας άλλος ήρωας των ημερών εκείνων, που κρεμάστηκε, ήταν ο Γκέοργκ Βάιζελ. Ήταν ηγετική φιγούρα του μαθητικού σοσιαλιστικού κινήματος και της Ακαδημαϊκής Λεγεώνας (φοιτητική πτέρυγα του Schutzbund) στη Βιέννη.
Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της δεξιάς πτέρυγας του SP συνθηκολόγησαν χωρίς να πολεμήσουν. Κάποιοι, μάλιστα, εμφανίστηκαν στις εφημερίδες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών της εξέγερσης εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο καθεστώς. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης παρέμεινε «κόκκινη». Οι περισσότεροι εργάτες έβλεπαν με συμπάθεια τους μαχητές για την ελευθερία.
Η απελευθέρωση του βουλευτή
Τα γεγονότα στο Σρεμς, μία μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία, είναι ένα καλό παράδειγμα. Εκεί η τοπική αστυνομία είχε συλλάβει τον σοσιαλδημοκράτη βουλευτή της περιοχής. Όταν οι εργάτες, οι περισσότερες γυναίκες, σε κοντινό εργοστάσιο το πληροφορήθηκαν, κατέβηκαν σε απεργία και περικύκλωσαν το αστυνομικό τμήμα. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν απελευθερώσει τον βουλευτή και τον είχαν φέρει στο πρόσφατα κτισμένο «Σπίτι για τους Εργάτες» όπου έφτιαξαν οδοφράγματα. Στο τέλος κατέληξαν απομονωμένοι επειδή δεν υπήρχε πρόθυμη ηγεσία να πολεμήσει στις άλλες πόλεις της περιοχής.
Δεκάδες χιλιάδες θα ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν εκείνες τις ημέρες, αλλά μόλις μία μικρή μειοψηφία είχε πρόσβαση στα όπλα, κάποιοι μόνο σε πιστόλια ή αυτοσχέδιες – σπιτικές βόμβες. Σύμφωνα με μαρτυρία του αρθρογράφου του Marxist.com, από παλιότερη επαφή που είχε με σύντροφό του που είχε ζήσει τα γεγονότα, του είχε μεταφερθεί ότι ο ίδιος όπως και οι άλλοι σκάβανε απεγνωσμένα για να βρουν όπλα στον παγωμένο κήπο του αρχηγείου του κόμματος στο χωριό του. «Υπό τέτοιες συνθήκες ήταν αδύνατο να νικήσουν».
Μετά από τέσσερις ημέρες οι τελευταίες ένοπλες ομάδες εργατών έπρεπε να παραδοθούν, έχοντας απέναντι μεγαλύτερες και καλύτερα εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις φασιστών και καθεστώτος. Χιλιάδες εργάτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε δίκη. Εκατοντάδες μαχητές του Schutzbund έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Αργότερα, πολλοί από αυτούς πάλεψαν στον ισπανικό εμφύλιο για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία.
Μετά την ήττα, πιο αριστερά και ριζοσπαστικά
Το παλιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα καταστράφηκε, αλλά το κόμμα άντεξε σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε εργατική γειτονιά. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι πιο αριστερές δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας (ή τουλάχιστον εκείνες που δεν εντάχθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο για πρώτη φορά έγινε μαζικό) αναδιοργανώθηκαν και σχημάτισαν τους Επαναστατικούς Σοσιαλιστές, οι οποίες πέρασαν στην παρανομία και αντιστάθηκαν στο φασιστικό καθεστώς. Η νέα ηγεσία του παράνομου κόμματος έκανε σημαντικά βήματα για να απομακρυνθεί από την αυστριακο-μαρξιστική παράδοση και μετακινήθηκε προς την κατεύθυνση του γνήσιου μαρξισμού, ένα γεγονός που είναι εντελώς ξεχασμένο από την επίσημη ιστοριογραφία, σημειώνει ο Γκέρνοτ Τράουσμουτ στην ιστοσελίδα Marxist.com.
«Ακόμη κι αν μόνο ένα μικρό μέρος της αυστριακής εργατικής τάξης συμμετείχε στους αγώνες του Φλεβάρη, αυτή η απόπειρα εξέγερσης σηματοδοτεί παρ’ όλα αυτά μια ιστορική πράξη που δεν πρέπει να υποτιμάται», σημειώνει από την πλευρά του ο Τίμπορ Τσένκερ, αναπληρωτής πρόεδρος του Κόμματος Εργασίας Αυστρίας – η παρέμβασή του οποίου έχει μεταφραστεί από την ΚΟΜΕΠ. «Οι Αυστριακοί εργάτες -σοσιαλδημοκράτες, συνδικαλιστές και κομμουνιστές- ήταν οι πρώτοι στην Ευρώπη που αντιστάθηκαν στον φασισμό με τα όπλα στα χέρια. Αυτή η αξία παραμένει ανεξίτηλη – και σε αυτήν την παράδοση πολλοί εργάτες και ιδιαίτερα οι κομμουνιστές, εξακολούθησαν να αγωνίζονται ενάντια στις φασιστικές δικτατορίες, έως ότου η Αυστρία απελευθερώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ένωσης το 1945» καταλήγει.
Πηγή: avgi.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου