Η άξια θριαμβεύτρια του φετινού Champions League Μπάγερν είναι ένα είδος «καθεστώτος» στην Γερμανία με την καθολική κυριαρχία της στις κατακτήσεις εγχώριων τίτλων και μία από τις πιο αξιοσέβαστες ομάδες διεθνώς με τρόπαια και διακρίσεις. Έχει παγκοσμίως φανατικούς φίλους αλλά και «εχθρούς» που την αντιπαθούν και υποστηρίζουν πάντα τον εκάστοτε αντίπαλο της.
Ακόμη και όσοι όμως δεν την υποστηρίζουν, έχουν σεβασμό γι’ αυτήν και με απλά λόγια την παραδέχονται γιατί είναι σοβαρή και μαχητική. Η Μπάγερν Μονάχου είναι για τη Μπουντασλίγκα σταθερή αξία, ένα διαρκές σύμβολο του Δυτικογερμανικού Βαυαρικού κύρους και αυτοπεποίθησης που μοιάζει έως και υπεροψία.
Αυτή η εικόνα καλλιεργήθηκε την εποχή του Φρανς Μπεκενμπάουερ τη δεκαετία του 70, τότε που η Μπάγερν κατάφερε να αποκτήσει τη φήμη, το σεβασμό και να αναρριχηθεί στον Όλυμπο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Από τότε με τα 75 τρόπαια που έχει κερδίσει (εντός και εκτός συνόρων), έχει σπρώξει τα όρια της επιτυχίας σε απίστευτα επίπεδα.
Η Μπάγερν διοικείται κυρίως από πρώην παίκτες του συλλόγου. Ο Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε είναι ο πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου της FC Bayern München AG. Το εποπτικό συμβούλιο των εννέα αποτελείται κυρίως από στελέχη μεγάλων γερμανικών εταιρειών.
Το επαγγελματικό ποδοσφαιρικό τμήμα της Μπάγερν διοικείται από τον φορέα (εταιρεία) FC Bayern München AG και λειτουργεί σαν μια ανώνυμη εταιρεία, της οποίας οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Το 75,01% της εταιρείας FC Bayern München AG (τον Ερασιτέχνη όπως λέμε στην Ελλάδα) ανήκει στο σύλλογο, την FC Bayern München e.V. η οποία αποτελεί το ιδρυτικό σωματείο, το 8,33% ανήκει στην εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas, ενώ το 8,33% ανήκει στην εταιρεία αυτοκινήτων Audi.
Η Adidas απέκτησε μετοχές το 2002 έναντι 77 εκατομμυρίων €. Τα χρήματα διατέθηκαν για τη χρηματοδότηση του Allianz Arena. Το 2009 η Audi κατέβαλε 90 εκατομμύρια € για το μερίδιό της. Το κεφάλαιο χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του δανείου για το Allianz Arena, πιο γρήγορα από ότι είχε αρχικά προγραμματιστεί. Στις αρχές του 2014, η Allianz έγινε η τέταρτη ενδιαφερόμενη της εταιρείας αποκτώντας μερίδιο έναντι 110 εκατομμυρίων €.Τα υπόλοιπα αθλητικά τμήματα της Μπάγερν διοικούνται από τον σύλλογο.
Αυτή η Μπάγερν όμως έχει μία ιστορία και μία ταυτότητα που θάφτηκε με σκοπό να μην έρθει στο φως ξανά. Η ιστορία της είναι συνυφασμένη με την ίδια την ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου, αλλά και του αρχικού της προέδρου του Kurt Landauer.
Ένα παγερό πρωινό του Ιανουαρίου το 1900, εκπρόσωποι από 86 ποδοσφαιρικά σωματεία γερμανόφωνων περιοχών μέσα και έξω από την Γερμανική Αυτοκρατορία συγκεντρώθηκαν στο εστιατόριο Mariengarten στη Λειψία όπου και ίδρυσαν τη DFB, δηλαδή τη Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση καθώς δεν είχε περάσει καιρός που το ποδόσφαιρο θεωρείτο ξενικό και βαρβαρικό σπορ και το αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «Αγγλική ασθένεια». Οι νέοι όμως είχαν αρχίσει να το αγαπούν με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί σε όλη την αυτοκρατορία. Συνακόλουθα, ένα μήνα αργότερα στη Βαυαρία 17 άτομα, δύο εκ των οποίων Εβραίοι, έθεσαν τα θεμέλια της Μπάγερν Μονάχου υπογράφοντας το καταστατικό του συλλόγου.
Η ομάδα τότε απόκτησε τη χαρακτηριστική της εμφάνιση με κόκκινα σορτς και άσπρες φανέλες και ένα γήπεδο για έδρα της. Ξεκινώντας με 8-1 νίκες, κέρδισε γρήγορα την υποστήριξη όλων και περισσότερων οπαδών εξελισσόμενη σε μία από τις πιο δημοφιλείς του Μονάχου. Αυτό που τώρα χρειαζόταν η ομάδα ήταν να βρει έναν αρχηγό με όραμα και ηγετικές ικανότητες, και δεν άργησε να τον βρει στο πρόσωπο του Kurt Landauer.
Ο Κερτ Λαντάουερ γεννήθηκε στους κόλπους μίας Εβραϊκής οικογένειας εμπόρων στις 28 Ιουλίου του 1884 στο Planegg. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο και ήδη από την ηλικία των δεκαεπτά έγινε μέλος της νεόκοπης Μπάγερν Μονάχου. Παρόλο το πάθος του για το ποδόσφαιρο υπέκυψε στις απαιτήσεις της οικογένειας του για ένα πιο σταθερό και σίγουρο επάγγελμα με αποτέλεσμα να βρεθεί στη Λωζάννη της Ελβετίας για να εκπαιδευτεί ως τραπεζίτης.
Όταν επέστρεψε στο Μόναχο το ενδιαφέρον του για την ομάδα αναζωπυρώθηκε. Φρόντισε μάλιστα να βρεθεί κοντά στην ομάδα καλλιεργώντας επαφές και φιλίες με άτομα του συλλόγου. Έτσι το 1913 έθεσε υποψηφιότητα για τη προεδρεία της και απέκτησε την πολυπόθητη αυτή θέση στην ηλικία των 29 ετών.
Από το πόστο αυτό έθεσε πρωτοποριακούς στόχους για το ποδόσφαιρο. Τα σχέδια του όμως αναχαιτίστηκαν από το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου που τον παρέσυρε στη δίνη του για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ευτυχώς γι αυτόν δεν είχε τη μοίρα των δύο εκατομμυρίων συμπατριωτών του που χάθηκαν και επέστρεψε ζωντανός.
Έχοντας μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή επέστρεψε στο Μόναχο και επανεκλέχτηκε πρόεδρος της Μπάγερν την άνοιξη του 1919. Τώρα έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του οράματος του που αφορούσε κυρίως την εκπαίδευση και γαλούχηση των νέων με γνώσεις και ιδανικά ώστε να εξελιχθούν σε άρτιους παίκτες.
Αλλά ο Landauer άφησε τη σφραγίδα του και στο ποδοσφαιρικό στυλ της Μπάγερν που διαφοροποιήθηκε από τη τάση της εποχής που ήθελε τους ποδοσφαιριστές να μιμούνται το απλό και ωμό τρόπο παιχνιδιού των Άγγλων προτιμώντας το πιο δημιουργικό και ευφάνταστο παιχνίδι την Ούγγρων ποδοσφαιριστών.
Επίσης σε αντίθεση με τη νοοτροπία της εποχής που έβλεπε το ποδόσφαιρο σαν μία ερασιτεχνική δραστηριότητα ο Landauer υποστήριξε την άποψη ότι το ποδόσφαιρο μπορούσε να αποτελέσει μια σεβαστή επαγγελματική επιλογή με ανάλογη αμοιβή.
Το 1931 η Μπάγερν απέκτησε μάνατζερ τον Εβραϊκής καταγωγής Αύστρο-Ούγγρο Richard Dombi και ένα χρόνο αργότερα κέρδισε το Γερμανικό πρωτάθλημα απέναντι στην Άιντραχτ Φρανφούρτης. Όμως παρόλη την επιτυχία, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν κάθε άλλο από θριαμβευτική.
Η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα μιας ολοκληρωτικής οικονομικής καταστροφής που αλίμονο αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος για την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος με αρχηγό τον Αδόλφο Χίτλερ. Η ακραία εθνικιστική προπαγάνδα σάρωσε όλη τη χώρα και όλους τους τομείς χωρίς να εξαιρέσει το ποδόσφαιρο. Για τον Χίτλερ το ποδόσφαιρο αποτέλεσε το στίβο στο οποίο θα έλαμπε η Άρεια σωματική υπεροχή και η παρουσία Εβραίων σε αυτό αντιμετωπίστηκε σα μία μόλυνση που έπρεπε να καθαριστεί με την ολοκληρωτική απομάκρυνσή τους.
Απέναντι σε αυτή την απαίτηση η Μπάγερν όρθωσε το ανάστημα της και αρνήθηκε να αποβάλλει εθελοντικά τους Εβραίους μέλη της. Εξάλλου για τους οπαδούς της τόσο ο Landauer όσο και ο Dombi αποτελούσαν τους κύριους εκφραστές της επιτυχίας της ομάδας τους και ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί.
Παρόλα αυτά στις 22 Μαρτίου του 1933, όταν οι Ναζί άνοιγαν τις πόρτες του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου, ο Landauer παραιτήθηκε οικειοθελώς παρά τις αντιδράσεις την ομάδας. Ακολούθησε ο Dombi που έφυγε από τη Γερμανία και ανέλαβε τη Μπαρτσελόνα. Η Μπάγιερν είχε αποκτήσει μάλιστα τον τίτλο της ‘Judenklub’της Εβραίο-ομάδας, και αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο του αποκλεισμού εάν δεν απομάκρυνε κάθε Εβραϊκό στοιχείο.
Τη θέση του Landauer ανέλαβε ο Siegfried Hermann που εξελίχθηκε σε πιστό σύμμαχο του καθώς συνεργαζόταν συνεχώς μαζί του και ακολουθούσε τις οδηγίες του. Γενικά η ομάδα συνέχισε μια πολιτική αντίστασης προσλαμβάνοντας πάντα προσωπικό που δεν ήταν Ναζί. Αποδείξεις της στάσης αυτής αποτελούν ενέργειες όπως αυτής του Willy Simetsreiter, πλάγιου της Μπάγερν, που έβγαλε φωτογραφία με τον Ολυμπιονίκη του Βερολίνου, Jesse Owens ή του αμυντικού Sigmund Haringer που με τα βίας απέφυγε τη φυλακή όταν αποδοκίμασε μία παρέλαση με τη ναζιστική σημαία σε παιδική θεατρική παράσταση.
Παρόλα αυτά η κατάσταση ήταν ζοφερή για τους Εβραίους και το 1938 ο Landauer μπαίνει στο Νταχάου ως κρατούμενος με αριθμό 20009 αλλά το τυχερό του αστέρι ήταν ακόμα φωτεινό καθώς η βραβευμένη στρατιωτική του υπηρεσία κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο του χάρισε την ελευθερία σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια του που ξεκληρίστηκε.
Με τη βοήθεια κάποιων φίλων θα καταφύγει στην Ελβετία. Όταν πέντε χρόνια αργότερα η Μπάγερν θα παίξει ένα φιλικό στη Ζυρίχη θα βρεθεί στις κερκίδες ως απλός οπαδός και θα ζήσει μία από τις πιο τολμηρές πράξεις αντίστασης στο Ράιχ όταν οι παίχτες της ομάδας του εντοπίζοντας τον στέκονται προσοχή και τον επευφημούν.
Δύο χρόνια μετά θα βρεθεί και πάλι στο τιμόνι της αγαπημένης του ομάδας για τρίτη φορά, έχοντας γίνει το στέλεχος με τη πιο μακριά υπηρεσία στην ομάδα. Δεν θα ασχοληθεί με το παρελθόν αλλά θα κοιτάξει στο μέλλον θέλοντας να στηρίξει το ποδόσφαιρο και να βοηθήσει τη χώρα να σταθεί στα πόδια της ξανά έχοντας κερδίσει δια μέσω του αγαπημένου του σπορ μία πολιτισμένη αυτή τη φορά αναγνώριση. Πίστευε ότι η επιτυχία στο γήπεδο θα έφερνε οικονομική πρόοδο και θα γεφύρωνε διαφορετικούς ανθρώπους θεραπεύοντας τις πληγές του πολέμου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μπάγερν όπως και άλλοι Γερμανικοί θεσμοί θα συγκάλυψαν τις ναζιστικές πρακτικές απέναντι στους Εβραίους μέλη της. Πολλά στελέχη της θα χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως τα «πολιτικά γεγονότα της περιόδου 1938-45». Όμως ο καινούριος αιώνας ώθησε όλο και περισσότερους ανθρώπους να μελετήσουν την ιστορία της ομάδας αναδεικνύοντας έστω και καθυστερημένα το ρόλο που έπαιξε ο Landauer στη διαμόρφωση της ομάδας του Μονάχου.
Ο Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε τον αποκάλεσε «πατέρα της σύγχρονης Μπάγερν» και ο δρόμος που οδηγεί στο Αλλιάνζ Αρένα πήρε το όνομα του, ενώ δημιουργήθηκε μουσείο που αποτείνει σεβασμό στο Εβραϊκό παρελθόν της. Σήμερα, η φιγούρα του Landauer είναι παρούσα στο γήπεδο διακοσμώντας πανό και μπλούζες ενώνοντας το παρελθόν με το παρόν.
Η σύγχρονη Μπάγερν από την διοίκηση μέχρι τους φιλάθλους, αναμφισβήτητα τιμά το αντιναζιστικό της παρελθόν και δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό στον Κερτ Λαντάουερ. Πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές της που ανέλαβαν διοικητικά πόστα, αλλά και όσοι απλώς παρακολουθούν τους αγώνες της, σπεύδουν να φωτογραφηθούν δίπλα στο άγαλμα του «πατέρα» της ομάδας.
Αυτός που πρέπει να μάθει καλύτερα την ιστορία του συλλόγου της Βαυαρίας, είναι μάλλον ο αρχηγός της, διεθνής τερματοφύλακας Μάνουελ Νόιερ, που έδωσε δικαιώματα στις αρχές Ιουλίου στις διακοπές του στην Κροατία, όταν «συνελήφθη» να τραγουδάει ναζιστικά τραγούδια.
Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι φίλοι του ποδοσφαίρου γνωρίζουν το αντιναζιστικό παρελθόν της Μπάγερν, κάτι που την αδικεί και αποδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι «τα φαινόμενα απατούν», την αλήθεια πρέπει πάντα να την αναζητούμε.