Σαν σήμερα, πριν 73 χρόνια, και συγκεκριμένα στις 29 Νοεμβρίου 1943 γεννήθηκε μια χώρα που επί μισό αιώνα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια και στον ψυχροπολεμικό κόσμο, αλλά τελικά διαλύθηκε με τον πλέον επώδυνο τρόπο: η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ).
Συγκεκριμένα στις 29 Νοεμβρίου του 1943 το αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Antifašističko Vijeće Narodnog Oslobođenja Jugoslavije) συνεδρίασε στην πόλη Jajce της Βοσνίας, με επικεφαλείς τους παρτιζάνους του Τίτο.
Εκεί θεσπίστηκε ένα πολιτικό πρόγραμμα που ανάμεσα στ' άλλα προέβλεπε και τη συγκρότηση ενός γιουγκοσλαβικού κράτους, που θα έπαιρνε τελικά τη μορφή μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής ένωσης με αρχηγό της τον Στρατάρχη Τίτο...
Η Γιουγκοσλαβία είχε 22 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελούνταν από έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, με τέσσερις επίσημες γλώσσες (Σέρβικα, Κροάτικα, Σλοβένικά και Σλαβομακεδόνικα), τρεις κύριες θρησκείες (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Μουσουλμανισμός) και πάνω από 30 επίσημα καταγεγραμμένες εθνικές μειονότητες.
Ήταν ίσως ο γνησιότερος κληρονόμος της πολυεθνικής Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, στην ουσία μια μίνι Αψβουργική Αυτοκρατορία σε βαλκανική, ομοσπονδιακή και σοσιαλιστική εκδοχή.
Η φυσιογνωμία της ήταν βαλκανική και κεντροευρωπαϊκή, Μεσογειακή και ηπειρωτική, Δυτική και ανατολική ταυτόχρονα. Ήταν αυτό που ονομάζουμε μια “χώρα-γέφυρα”.
Πλέον η Γιουγκοσλαβία υπάρχει μόνο στα βιβλία της Ιστορίας, καθώς διαλύθηκε αιματηρά, και στη θέση της δημιουργήθηκαν επτά ανεξάρτητα εθνικά κράτη.
Για έναν αγεωγράφητο κι ακόμη χειρότερα για έναν μαθητή σχολείου η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν ένα σκληρό κτύπημα: Αντί για μία χώρα με μία πρωτεύουσα, τώρα πρέπει να μάθει για επτά χώρες με επτά πρωτεύουσες. Έχοντας μεγαλώσει στην απλότητα της παλιάς γεωγραφίας χάνουμε την υπομονή μας με την πολυπλοκότητα της καινούργιας.
Η “Βαλκανοποίηση” μας κυνηγά συνεχώς: Στη θέση ενός μωσαϊκού από έθνη που υπήρχαν στα Βαλκάνια τα τέλη του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκε ως τις αρχές του 21ου αιώνα ένα μωσαϊκό από εθνικά κράτη. Ο κατακερματισμός και η πολυπλοκότητα συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει στα Βαλκάνια.
Υπάρχουν πολλοί κάτοικοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας που αναρωτιούνται συχνά τι έφταιξε και γιατί η πανέμορφη χώρα τους, που ήταν κάποτε χώρα-πρότυπο στο λεγόμενο Αδέσμευτο Κόσμο, κι ένας “παράδεισος” για το μέσο Γιουγκοσλάβο πολίτη, ο οποίος ζούσε με ασφάλεια, ευημερία και σχετική ελευθερία, έπρεπε να διαλυθεί και μάλιστα με τόσο επώδυνο και αιματηρό τρόπο.
Πως ξεχάστηκαν με μιας όλα τα καλά του προηγούμενου συστήματος και ειδικά το σύνθημα “
Αδελφότητα και Ενότητα” (BRATSTVO I JEDINSTVO); Έφταιγαν οι ξένοι ή μήπως έφταιγαν οι ίδιοι; Τι ήταν αυτό που επανέφερε στην επιφάνεια εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές, έπειτα από μισόν αιώνα ολοκληρωτικής κομουνιστικής παρασιώπησής τους;
Το εγχείρημα της Γιουγκοσλαβίας ηττήθηκε τόσο από τις δυνάμεις της Ιστορίας, όσο κι από τα λάθη και τις παραλείψεις των ηγετών της, και ειδικά του ίδιου του Τίτο (1892-1980).
Φτάνοντας στον ανώτατο ρόλο του “εθνάρχη-μονάρχη” της χώρας όταν ήταν ήδη πάνω από ογδόντα ετών, ο Τίτο περιέπεσε σε μια κατάσταση απραξίας κι ακινησίας, απρόθυμος να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αποξενωμένος από την πραγματική κατάσταση στη χώρα του.
Όταν ο Τίτο πέθανε η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, αφότου άρχισε να ισχύει ο νέος κανονισμός διακυβέρνησης της χώρας, σύμφωνα με τον οποίο στην κορυφή της χώρας και του ΚΚΓ δεν υπήρχε ένα άτομο, αλλά ένα συλλογικό όργανο αποτελούμενο από εκπροσώπους των έξι ομόσπονδων δημοκρατιών και των δύο αυτόνομων περιοχών (Βοϊβοντίνα και Κόσοβο).
Ως πρόεδρος αυτού του οργάνου αναλάμβανε κάθε χρόνο κι ένας από τα μέλη αυτού του προεδρείου, με προκαθορισμένη σειρά. Αυτό περιόριζε τη δυνατότητα να ολοκληρώνονται έργα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και δημιούργησε ένα δυσκίνητο όργανο, ακατάλληλο για περιπτώσεις κρίσεων.
Η μεσαία τάξη της χώρας ήταν επίσης όλο και πιο δυσαρεστημένη, αν και κρατούσε τα κλειδιά λειτουργίας του κράτους.
Κρυφακούοντας τον πατέρα του, που ήταν ανώτατο στέλεχος της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο νεαρός Έμιρ Κούστουριτσα τον άκουσε να παραπονιέται ένα βράδυ στους φίλους του: “Όλο αυτό θα καταρρεύσει μια μέρα. Παντού στον κόσμο οι γιατροί και οι δικηγόροι ζουν σε βίλες, σ' εμάς συμβαίνει το αντίθετο. Οι δικηγόροι και οι γιατροί μουχλιάζουν σε ουρανοξύστες και οι πρωτόγονοι φτιάχνουν βίλες. Ούτε αγρότες, ούτε εργάτες. Δε θα κρατήσει πολύ!” (Έμιρ Κούστουριτσα, Κι Εγώ που Είμαι σ' αυτή την Ιστορία; εκδ. Πατάκης, 2012, σελ. 53).
Αν και για κάποια χρόνια μετά το θάνατο του Τίτο (4.5.1980) το γιουγκοσλαβικό πολιτικοοικονομικό μοντέλο λειτούργησε, λόγω κεκτημένης ταχύτητας, τα άλυτα όμως προβλήματα συσσωρεύονταν.
Η οικονομική ανάπτυξη έδωσε τη θέση της στη στασιμότητα και τα τεράστια δάνεια από το εξωτερικό, κυρίως από το ΔΝΤ, μαζί με τα ελλείμματα, άρχισαν να τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, που σύντομα έγινε ανεξέλεγκτος. Στο βιοτικό επίπεδο οι διαφορές βορρά-νότου διευρύνθηκαν, με το βιοτικό επίπεδο στο Κόσοβο να φτάνει μόλις το 1/8 εκείνου της Σλοβενίας. Στην ουσία η άλλοτε ενιαία οικονομία είχε διασπαστεί σε έξι, όσες ήταν και οι ομόσπονδες δημοκρατίες της χώρας.
Οι διαφορές αυτές έγιναν μετά το 1985 πιο έντονες, τη στιγμή που ο Γκορμπατσόφ προωθούσε τη Γκλάσνοστ στη Σοβιετική Ένωση και τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να διαβρώνονται και να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, αρχής γινομένης από τη γειτονική Ρουμανία.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη άλλαξε ριζικά. Ενώ η πρώην κομμουνιστική ανατολική Ευρώπη κλονίζονταν, το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχωρούσε δυναμικά, φιλοδοξώντας να απορροφήσει στο μέλλον και τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Η Δύση δεν χρειαζόταν πλέον μια ουδέτερη και μάλιστα σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία, που έμοιαζε ανήμπορη να αντιμετωπίσει τις κοσμογονικές αλλαγές και τα εσωτερικά της προβλήματα. Η κάθε ομόσπονδη δημοκρατία υπερασπίζονταν με ζήλο αποκλειστικά τα συμφέροντα της.
Άρχισε τότε να εμφανίζεται ένα είδος εσωτερικού ανταγωνισμού μέσα στη Γιουγκοσλαβία, υποβοηθούμενου από τις εθνικιστικές και αποσχιστικές τάσεις της κάθε περιοχής, που υποθήκευε το μέλλον της. Το κέντρο (Βελιγράδι) δεν μπορούσε εύκολα να συγκεντρώσει φόρους και δασμούς, ώστε να ξεπληρώσει τα εξωτερικά δάνεια της χώρας.
Κοντολογίς ο θάνατος του Τίτο άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Οι ηγέτες που τον διαδέχθηκαν, όπως ο Σέρβος Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς, αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και υπέκυψαν στον ολέθριο εθνικισμό.
Το 1988 η Γιουγκοσλαβία των 22 εκατομμυρίων κατοίκων χρωστούσε συνολικά 13,5 δισεκατομμύρια δολάρια και το ΔΝΤ έλεγε πως ήταν ήδη υπερχρεωμένη και δεν μπορούσε να πάρει άλλα δάνεια. Η ειρωνεία πάντως είναι πως το 2010, οι έξι δημοκρατίες που προέκυψαν από την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (με συνολικό πληθυσμό που δεν ξεπερνά πλέον τα 20 εκατομμύρια) -χωρίς να υπολογιστεί και το Κόσοβο- χρωστούσαν όλες μαζί 184 δισεκατομμύρια δολάρια και κανείς δεν τις έλεγε πως είναι υπερχρεωμένες και ότι δεν μπορούν να πάρουν άλλα δάνεια.
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες για τον πολιτικοοικονομικό και διαλυτικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν “διεθνείς σωτήρες”, όπως το περιβόητο ΔΝΤ, κάτι που γνωρίζουμε πολύ καλά και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να εμφανίζονται στη Γιουγκοσλαβία έντονες διαλυτικές τάσεις.
Οι τρεις πυλώνες του Τιτοϊσμού, δηλαδή η “Αδελφότητα και Ενότητα” των λαών της Γιουγκοσλαβίας, ο θεσμός της Αυτοδιαχείρισης και το Κίνημα των Αδεσμεύτων, κλονίστηκαν, ενώ δεν υπήρχε πλέον και το φόβητρο μιας επέμβασης του Σοβιετικού Στρατού, που συγκρατούσαν τις φυγόκεντρες τάσεις. Οι επιλογές τότε ήταν βασικά δύο για τη Γιουγκοσλαβία.
Η μία ήταν να μετατραπεί σε συγκεντρωτικό κράτος με ισχυρό κέντρο εξουσίας, πιθανώς υπό τον έλεγχο των Σέρβων που ήταν και ο μεγαλύτερος και ο πιο διασκορπισμένος λαός της Γιουγκοσλαβίας.
Η άλλη ήταν να μετατραπεί σε μια χαλαρή συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών, όπως επιθυμούσαν η Κροατία και η Σλοβενία. Τελικά δεν επιλέχθηκε τίποτε από τα δύο. Η βαθιά και πολύπλευρη κρίση τροφοδοτούσε παντού την άνοδο των εθνικισμών, που σχεδίαζαν ένα μέλλον καθαρά εθνικό και χωρίς ομοσπονδιακή διάσταση.
Έτσι, στις πρώτες “ελεύθερες” εκλογές σε όλες σχεδόν τις ομόσπονδες δημοκρατίες αναδείχθηκαν κόμματα και πολιτικοί με εθνικιστική, δημαγωγική και λαϊκιστική ρητορική.
Συμπερασματικά η προσπάθεια ενοποίησης των Νότιων Σλάβων των Βαλκανίων, που ξεκίνησε το 1918 με ρομαντικά θα έλεγε κανείς αρχικά κίνητρα, αποδείχθηκε ένα αποτυχημένο εγχείρημα. Ούτε η κοινή τους καταγωγή, ούτε η γλωσσική τους συγγένεια, αποδείχθηκαν αρκετά ισχυρές απέναντι στις πολιτισμικές, θρησκευτικές και πολιτικές τους διαφορές.
Το πρώτο γιουγκοσλαβικό κράτος (1918-1941), που βρισκόταν κάτω από την πολιτική ηγεμονία των Σέρβων και της βασιλικής δυναστείας των Καρατζόρτζεβιτς, διαλύθηκε εξαιτίας διαμαχών για την εσωτερική του δομή, ώσπου η γερμανική εισβολή, μαζί με τους εγχώριους φασίστες (π.χ. Κροάτες Ούστασι), έβαλε την ταφόπλακά του.
Ωστόσο η κοινή αντίσταση των λαών της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στο φασισμό και η άνοδος του Τιτοϊκού κομουνισμού, ξαναζωντάνεψαν την ιδέα του κοινού κράτους, αυτή τη φορά με τη μορφή μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας. Στις 29 Νοεμβρίου 1943 γεννήθηκε μια χώρα που επί μισό αιώνα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια και στον ψυχροπολεμικό κόσμο, αλλά τελικά διαλύθηκε με τον πλέον επώδυνο τρόπο: η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ).
Συγκεκριμένα στις 29 Νοεμβρίου του 1943 το αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Antifašističko Vijeće Narodnog Oslobođenja Jugoslavije) συνεδρίασε στην πόλη Jajce της Βοσνίας, με επικεφαλείς τους παρτιζάνους του Τίτο.
Εκεί θεσπίστηκε ένα πολιτικό πρόγραμμα που ανάμεσα στ' άλλα προέβλεπε και τη συγκρότηση ενός γιουγκοσλαβικού κράτους, που θα έπαιρνε τελικά τη μορφή μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής ένωσης με αρχηγό της τον Στρατάρχη Τίτο.
Ωστόσο και η δεύτερη Γιουγκοσλαβία (1941-1992), γνωστή και με τα αρχικά SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας), κατέρρευσε τελικά κυρίως από εσωτερικές αιτίες, όπως η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1980, η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης, η άνοδος των εθνικισμών και η αδυναμία των πολιτικών ελίτ να βρουν κοινώς αποδεκτές λύσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της χώρας μέσα σε ένα λουτρό αίματος που προκάλεσε ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος έφερε στην επιφάνεια μίση και πάθη, δαίμονες του παρελθόντος, που όλοι πίστευαν πως είχαν θαφτεί για τα καλά στο απέραντο νεκροταφείο της Ιστορίας.
Σήμερα η χώρα αυτή δεν υπάρχει πλέον. Διαλύθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αιματηρούς πολέμους τη δεκαετία του 1990 και στη θέση της δημιουργήθηκαν επτά ανεξάρτητα εθνικά κράτη (Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία & Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜακεδονίας, Κόσοβο), ορισμένα από αυτά προτεκτοράτα, κι άλλα μη βιώσιμα, που παλεύουν να σταθούν στο σύγχρονο κόσμο.
Η Γιουγκοσλαβία, η “χώρα των Νότιων Σλάβων”, αποτελεί πια παρελθόν, μια ανάμνηση σε πολλούς δυσάρεστη αλλά σε αρκετούς όμως ευχάριστη. Υπάρχει σε μια σημαντική μερίδα των λαών των Δυτικών Βαλκανίων, που συγκατοικούσαν στα πλαίσια του κοινού σπιτιού της Γιουγκοσλαβίας, η αίσθηση μιας κοινής ιστορικής εμπειρίας που, μετά από τις περιπέτειες των πρόσφατων πολέμων, αρχίζει και πάλι να τους ενώνει.
Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας (το τελευταίο του βιβλίο είναι το “Άγνωστη Σερβία”, που έγραψε μαζί με τη Μίλιτσα Κοσάνοβιτς) και δημιουργός του Ζενίθ(www.zenithmag.wordpress.com)