Tvxs:
H συνεργασία των
πολυεθνικών εταιρειών με τις
χούντες δεν είναι είδηση. Ωστόσο, η ενίσχυση της τεκμηρίωσης αυτής της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά
χρήσιμη, αφενός διότι εξοπλίζει με γνώση για τους τρόπους με τους οποίους το κεφάλαιο χρησιμοποιεί στυγνές
δικτατορίες προς όφελός του και εναντίον των λαών, αφετέρου, διότι φωτίζει την σκοτεινή δράση διάσημων εταιρικών σημάτων, που οφείλουν, προφανώς, να δώσουν, τουλάχιστον, δημόσια εξηγήσεις.
Δεν είναι όμως η μόνη. Μετά από μια διετή έρευνα της ερευνητικής δημοσιογραφικής ιστοσελίδας
The Intercept Brasil, η οποία «ξεσκόνισε» έγγραφα από τα αρχεία της Ιταλίας και της Βραζιλίας και μίλησε με πρώην εργαζόμενους στη Fiat, πρώην επικεφαλής συνδικάτων και εισαγγελείς από τις δύο χώρες, έφερε στο φως αντίστοιχη, ανατριχιαστικά στενή σχέση του ιταλικού βιομηχανικού κολοσσού με το καθεστώς.
Ο συνταγματάρχης
Σήμερα, περισσότερα Fiat αυτοκίνητα παράγονται στη Βραζιλία από ό,τι σε οποιαδήποτε χώρα εκτός Ιταλίας. Είναι η τρίτη δημοφιλέστερη μάρκα αυτοκινήτων στη Βραζιλία και το εργοστάσιό της εκεί έχει τον μεγαλύτερο κύκλο κερδοφορίας από κάθε άλλο στην Νότια Αμερική. Αλλά πριν από 40 χρόνια, καθώς η Fiat αναπτυσσόταν στη βραζιλιάνικη οικονομία, ο «ορίζοντάς» της σκιαζόταν από την επερχόμενη «καταιγίδα».
Τον Οκτώβριο του 1978, οι εργάτες του εργοστασίου της Fiat στην Μπέτιμ, μεγαλούπολη στη βραζιλιάνικη ομοσπονδιακή Πολιτεία της Μίνας Ζεράις, ετοίμαζαν την απεργία τους μέσα σε βαθιά παρανομία και άγρια καταστολή της συνδικαλιστικής δράσης. Το συγκεκριμένο εργοστάσιο είχε εγκαινιαστεί μόλις δύο χρόνια πριν.
Έξι μέρες πριν το ξέσπασμα της απεργίας, ο Άϊρτον Ρέις ντε Καρβάλιο, τότε επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας, έστειλε μια αναφορά στη στρατονομία. Ένας εργάτης της Fiat είχε περάσει ώρες μπροστά από το αστυνομικό τμήμα, προσπαθώντας να εντοπίσει και να απελευθερώσει έναν φυλακισμένο συνάδελφό του, ο οποίος θεωρήθηκε εκ των διοργανωτών της απεργίας. «Υπήρχαν πράγματι εργαζόμενοι της Fiat που κρατήθηκαν», σημειώνει ο Ρέις στην αναφορά του. «Όλα τα μέτρα που ελήφθησαν από μας στην περίπτωση αυτή ήταν εναρμονισμένα με τη συμφωνία μας με τον συνταγματάρχη Ζοφρ, του τμήματος ασφαλείας της Fiat Automotive».
Ο Ρέις αναφερόταν στον Ζοφρ Μάριο Κλάιν, συνταγματάρχη του στρατού, ο οποίος είχε προσληφθεί στη βραζιλιάνικη Fiat από την αρχή της παρουσίας της στην λατινοαμερικανική χώρα και θα ήταν στο επίκεντρο των κατασταλτικών μηχανισμών της εταιρείας εναντίον των εργατών της. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του Κλάιν, η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία κατασκόπευε Βραζιλιάνους εργάτες, σε αγαστή και στενότατη συνεργασία με τη στρατιωτική δικτατορία. Η καταστολή της συνδικαλιστικής δράσης στη Fiat της Βραζιλίας βασίστηκε στο συντονισμόμεταξύ των μηχανισμών ασφαλείας της χούντας και σε ένα τεράστιο δίκτυο κατασκοπείας που λειτουργούσε εντός της ίδιας της εταιρείας, σύμφωνα με έγγραφα του δημόσιου αρχείου της Μίνας Ζεράις. Με έδρα το εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας και με εντολή του Κλάιν, το εσωτερικό κατασκοπευτικό «τάγμα» της Fiat αποτελούνταν από δεκάδες χαφιέδες - πολίτες και στρατιωτικούς - που ερευνούσαν την προσωπική ζωή των εργαζομένων και βοήθησαν την χούντα να τους φυλακίσει.
Ενώ το κατασκοπευτικό δίκτυο της Fiat δρούσε πολύ πέρα από τους τοίχους του εργοστασίου, παρακολουθώντας στενά τις δραστηριότητες των εργαζομένων, η εταιρεία, ταυτόχρονα, αιτήθηκε την παρέμβαση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών στις εγκαταστάσεις της, σύμφωνα με έγγραφα του Γραφείου Γενικής Ασφάλειας, ενός πλέον - τυπικά - διαλυμένου τμήματος της αστυνομίας της Μίνας Ζεράις.
Το Τμήμα Πολιτικής και Κοινωνικής Τάξης της Βραζιλίας, μια αστυνομική δύναμη γνωστή με τα αρχικά DOPS, δρούσε ανεξέλεγκτα μεταξύ των εργαζομένων της Fiat. Η DOPS ήταν διαβόητο ως η αιχμή του κατασταλτικού «δόρατος» της χούντας, με τη δράση του να ανιχνεύεται ήδη στη δεκαετία του ’50, εφαρμόζοντας ιδιαίτερα βάναυσα κατασταλτικά πογκρόμ κατά της κοινωνικής και πολιτικής δράσης, χρησιμοποιώντας τακτικές βασανιστηρίων και στοχευμένων δολοφονιών. Αυτή η σκοτεινή δύναμη διείσδυσε στις συνδικαλιστικές συσκέψεις με την «ευλογία» του τμήματος ασφαλείας της βραζιλιάνικης Fiat.
Η ιταλική πείρα
Η χαφιέδικη τακτική της Fiat στην Βραζιλία, είχε δοκιμαστεί ήδη στην Ιταλία, με τον ίδιο στόχο: Την καταστολή του συνδικαλιστικού κινήματος και μάλιστα, σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη και σκοτεινή περίοδο της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ιταλίας, γνωστής ως τα «Μολυβένια χρόνια», η οποία συνοψίζει την ακμή της ακροδεξιάς τρομοκρατικής δράσης και των ενόπλων αριστερών οργανώσεων, από το 1960 μέχρι και τις αρχές της 10ετίας του ’80.
Αυτή η τακτική της εταιρείας τεκμηριώνεται με μια δεύτερη δέσμη εγγράφων από τα επίσημα αρχεία της Fiat στο Τορίνο, καθώς και έγγραφα από το ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νάπολης. Η κατασκοπευτική δράση ήρθε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας ήδη στη δεκαετία του 1970, όταν ο εισαγγελέας, Ραφαέλε Γουαρινιέλο διεξήγαγε σχετική έρευνα και διαπίστωσε ότι η Fiat είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερα δικτυωμένο σύστημα κατασκοπείας, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας πρώην πράκτορας των κρατικών μυστικών υπηρεσιών και στο οποίο μεταξύ άλλων εμπλέκονταν η αστυνομία, δικαστές και πρώην στρατιωτικοί. Οι κατάσκοποι συγκέντρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες φακέλους με πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων προσωπικών λεπτομερειών. Οι πληροφορίες αποδείχθηκαν χρήσιμες για τη Fiat στον εντοπισμό των ηγετών των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στην αποκάλυψη απεργιακών σχεδίων.
Χρόνια μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, η υπόθεση τελικά οδηγήθηκε στο δικαστήριο και ορισμένοι κρατικοί υπάλληλοι καθώς και στελέχη της Fiat καταδικάστηκαν. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι συντάκτες του The Intercept, ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες έχουν έρθει στο φως, η ιστορία του ιταλικού κατασκοπευτικού δικτύου της εταιρείας είναι πιθανό να παραμείνει στο σκοτάδι, αφού ένα σημαντικό μέρος των αποδεικτικών φακέλων της υπόθεσης έχει εξαφανιστεί.
Τον Απρίλιο του 2018, απαντώντας σε μια πρώτη δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με αυτή την ιστορία, η βραζιλιάνικη Fiat δήλωσε πως «συμβουλεύθηκε διάφορες πηγές στην εταιρεία, αλλά δεν υπάρχει πραγματικά μνήμη τέτοιων γεγονότων»… Τον Φεβρουάριο, φέτος, η βραζιλιάνικη Fiat απάντησε το ίδιο σε ανάλογο αίτημα, αρνούμενη να επιτρέψει σε υπαλλήλους της να δώσουν συνέντευξη. Ταυτόχρονα, η ιταλική διοίκηση της Fiat παραπέμπει το The Intercept στη δήλωση των Βραζιλιάνων προσθέτοντας: «Όσον αφορά τα θέματα που αφορούν την Ιταλία, δεν έχουμε να κάνουμε σχόλια, επειδή είναι γνωστά πράγματα που έχουν αναφερθεί πολλές φορές στις εφημερίδες τις τελευταίες δεκαετίες και στα βιβλία που έχουν επίσης γραφτεί».
«Μπούμερανγκ»
Στη Μίνας Ζεράις η απεργία τελικά ξέσπασε στις 23 Οκτωβρίου του 1978. Θα αποτελούσε μια σύγκρουση που ο απόηχος και η επίδρασή της θα επιβίωναν για δεκαετίας την σύγχρονη βραζιλιάνικη ιστορία. Για τους εργαζόμενους σε ολόκληρη τη χώρα, η Fiat - η οποία είχε επενδύσει σημαντικούς πόρους και πολιτικό κεφάλαιο για την ανάπτυξη της παρουσίας της στη Βραζιλία - έδειξε τις δυνατότητες αντίστασης μπροστά στην ανισότητα, την εκμετάλλευση και τη διαφθορά. Ακόμη και σε μια εταιρεία της οποίας τα αφεντικά είχαν στενή σχέση με τον στρατό και την πολιτική εξουσία, η απεργία έδειξε ότι υπήρχε ελπίδα, που σήμαινε ότι η δικτατορία δεν ήταν παντοδύναμη. ‘Ετσι, ακολούθησαν και άλλες απεργίες μέσα σε άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες.
Μεταξύ των πρωτοπόρων εργατών σε εκείνη τη σύγκρουση ήταν ένας νεαρός, ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος έμελλε να γίνει 35ος πρόεδρος της Βραζιλίας, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα.
Φυσικά, για τη χούντα τα πράγματα δεν έπρεπε να εξελιχθούν έτσι. Η «εργασιακή ειρήνη» ήταν το ελάχιστο που το καθεστώς είχε υποσχεθεί στη Fiat, σύμφωνα με ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε τότε από το Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανικής Ανάπτυξης της Βραζιλίας για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη μεταφορά της αυτοκινητοβιομηχανίας στη Βραζιλία, ο τοπικός κυβερνήτης, Ροντόν Πατσέκο είπε στους Ιταλούς ότι η χώρα του προσέφερε ένα ειρηνικό εργατικό δυναμικό, αποτελούμενο επί το πλείστον από «αποπολιτικοποιημένους», «αμόρφωτους» νέους, κυρίως από αγροτικές περιοχές, χωρίς κουλτούρα εργατικής πάλης.
Αυτή η ειδυλλιακή εικόνα ενός υπάκουου εργατικού δυναμικού οδήγησε τις τοπικές αρχές να συνεργαστούν με τη Fiat και να θέσουν από κοινού εκπληκτικούς παραγωγικούς στόχους: Ήλπιζαν να κατασκευάσουν το εργοστάσιο και να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγική λειτουργία, ώστε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, 190.000 καινούργια αυτοκίνητα να βγαίνουν από αυτό, κάθε χρόνο.
Αυτές οι υψηλές φιλοδοξίες θα ήταν η καταστροφή της Fiat. Διότι ακριβώς για να επιταχυνθούν τα πράγματα, η Fiat έφερε έμπειρους μεταλεργάτες από την Ιταλία και αντίστοιχα έμπειρους, εξειδικευμένους κατασκευαστές εργαλείων και χειριστές μηχανημάτων από τις βραζιλιάνικες Πολιτείες της Σάντα Καταρίνα και του Σάο Πάολο. Αλλά αυτοί οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι και από τις δύο χώρες, ήταν έμπειροι και στη συνδικαλιστική δράση και στην οργάνωση απεργιών και στην οργανωμένη σύγκρουση με την εργοδοσία. Έτσι, οι νεοφερμένοι ώθησαν τους ντόπιους στη δράση. Απαιτούσαν όχι μόνο υψηλότερους μισθούς, αλλά και την ελεύθερη λειτουργία εργοστασιακών εργατικών επιτροπών. Πάνω απ 'όλα, οι εργαζόμενοι απαιτούσαν την επιβράδυνση των γραμμών παραγωγής, η «τρελή» ταχύτητα των οποίων τους εξόντωνε.
Η απεργία κράτησε πέντε μέρες, με το σωματείο να υπογράφει μια συμφωνία σε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν μόνο λίγες δεκάδες άνθρωποι. Αλλά η εταιρεία κράτησε μόνο μερικές από τις υποσχέσεις που έδωσε και η ένταση παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο. Ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει νέος απεργιακός γύρος, όπως κι έγινε την επόμενη χρονιά.
Οι συγκρούσεις μεταξύ των εργαζομένων και της εταιρείας άρχισαν να γίνονται πολύ ενοχλητικές στα στελέχη της νεοσύστατης βραζιλιάνικης Fiat. Μόνο μέσα σε λίγα χρόνια, η εταιρεία αντιμετώπισε δύο μεγάλες απεργίες, οπότε η Fiat αποφάσισε να παίξει «σκληρή μπάλα». Τα ανώτατα στελέχη της βραζιλιάνικης Fiat κάλεσαν έναν άνθρωπο που θα αποκτούσε τη χειρότερη φήμη μεταξύ των εργαζομένων της: Τον Ζοφρ Μάριο Κλάιν.
Η «αυγή» του συνταγματάρχη
Ο Κλάιν εντάχθηκε στη Fiat το 1975, πριν ακόμη ανοίξει το εργοστάσιο στη Μίνας Ζεράις. Αποτελούσε πρόταση προς την εταιρεία, από την ίδια της Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Βραζιλίας. Αμέσως μετά την πρόσληψή του, ο Κλαιν έστησε ένα γραφείο στη Fiat με το χαρακτηριστικό όνομα «Ασφάλεια και Πληροφορίες», το οποίο αποτέλεσε το επιτελείο του εσωτερικού μηχανισμού καταστολής. Το γραφείο, το οποίο δημιουργήθηκε κατά ρητή εντολή της Fiat, συνέταξε φακέλους για τους εργαζόμενους, μέσα σε απόλυτη μυστικότητα και αδιαφάνεια. Κανείς δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι δούλεψαν για τον Κλάιν ή ποιοι ήταν αυτοί.
Ο ίδιος ο Κλάιν έγινε προσωπικός φίλος του πρώτου προέδρου της Fiat της Βραζιλίας, Αδόλφο Νέβες Μάρτινς ντα Κόστα. η μητρική Fiat στην Ιταλία έσταζε «μέλι» για τον πρώην στρατιωτικό, σύμφωνα με πρώην στέλεχος του τμήματος ανθρωπίνων πόρων της εταιρείας, ο οποίος μίλησε στο The Intercept με την προϋπόθεση της ανωνυμίας. Ο Κλάιν απέκτησε τεράστια επιρροή στους ηγετικούς κύκλους της πολυεθνικής. «Κανένας δεν προσλήφθηκε ποτέ, χωρίς να έχει γνώση ο σύζυγός μου», ανέφερε η χήρα του Κλάιν, Μαρία Αντονιέτα, στο Intercept Brasil σε μια σειρά συνεντεύξεων που έλαβαν χώρα το 2017, εννέα χρόνια μετά το θάνατό του.
Ακόμη και τα συνδικαλιστικά στελέχη δεν γνώριζαν ακριβώς ποιος ήταν αυτός ο απρόσιτος, άψογα ντυμένος, μυστακοφόρος τύπος, που εξέπεμπε δέος. «Δεν ξέραμε ποιος ήταν, αλλά φαινόταν να είναι υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Προκαλούσε φόβο στους εργάτες, στους οποίους σπάνια έλεγε μια λέξη» θυμάται ο Εντμούντο Βιέιρα, πρόεδρος της ένωσης των μεταλεργατών τη δεκαετία του 1980.
Η Αντονιέτα ανάφερε ότι ο σύζυγός της ταξίδεψε τουλάχιστον μία φορά στα κεντρικά της Fiat στο Τορίνο, ενώ το πρώην στέλεχος του ανθρώπινου δυναμικού επιβεβαίωσε και άλλα ανάλογα ταξίδια. Στόχος εκείνων των ταξιδιών, σύμφωνα με την πηγή, ήταν η απόκτηση «τεχνογνωσίας» στην καταστολή απεργιών.
Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η Fiat κατασκόπευε τους εργάτες για χρόνια στην Ιταλία, όπου υπήρχε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και δυνατή παρουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, που καθοδηγούσαν πολλές, συχνές και μεγάλες απεργίες. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι αυτού του κινήματος, η Fiat δημιούργησε ένα αρχείο το οποίο, στο αποκορύφωμά του, περιείχε περισσότερους από 350.000 φακέλους, σχετικά με την προσωπική, εργασιακή και πολιτική δραστηριότητα των εργαζομένων. Το αρχείο καταλάμβανε έναν ολόκληρο όροφο του πρώην αρχηγείου της Fiat στην καρδιά του Τορίνο.
Παράλληλα με την επέκταση του μηχανισμού ασφαλείας της Fiat στη Βραζιλία, επεκτάθηκε και στο συνδικαλιστικό κίνημα στην εταιρεία. «Από τις 26 Σεπτεμβρίου έως τις 4 Οκτωβρίου του 1979 βρισκόμουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο και την Μπέτιμ για να παρακολουθήσω τα απεργιακά κινήματα και τις επιχειρήσεις της Fiat στη Βραζιλία», δήλωσε ο Αντόνιο Μπουτζιγκόλι, πρώην στέλεχος της Ιταλικής Ομοσπονδίας Μεταλλεργατών, στην Intercept Brasil.
Με την επιστροφή του στην Ιταλία, ο Μπουτζιγκόλι συνέταξε αναφορά στην οποία σημείωνε ότι υπήρχε «ένοπλη εσωτερική αστυνομική δύναμη» στο εργοστάσιο της Fiat στην Μπέτιμ. Πρόσθετε, ότι η ομάδα ασφαλείας αποτελούνταν από 70 πράκτορες, εκπαιδευμένους από «έναν Ιταλό και αργότερα από έναν Βραζιλιάνο». Σκοπός της ομάδας ήταν να ασκήσει ψυχολογική πίεση στους εργάτες. Ο Μπουτζιγκόλι έγραψε ότι οι πράκτορες παρακολουθούσαν τα πάντα. Κατέγραφαν τις κινήσεις των εργατών «στις τουαλέτες και στις καφετέριες, κυκλοφορώντας σε όλο το εργοστάσιο, όλη μέρα». Έγραψε επίσης για την τακτική είσοδο της στρατονομίας στο εργοστάσιο. Οι ιταλικές εφημερίδες δημοσιοποίησαν την συνδικαλιστική έκθεση και ο ίδιος έδωσε σειρά από συνεντεύξεις για το τι είχε δει στη Βραζιλία.
Το χαφιέδικο φιάσκο των καθαρών στολών…
Στα εταιρικά αρχεία της Fiat στο Τορίνο, υπάρχει ένα έγγραφο του Νοεμβρίου του 1980 σχετικά με τη λειτουργία της εταιρείας στη Βραζιλία, με τίτλο «Στατιστικές, θέσεις και μισθοί». Σύμφωνα με το έγγραφο, 141 υπάλληλοι της Fiat ανακρίθηκαν από τον Μαουρίτσιο Νέβες, δεξί χέρι του Κλάιν και νούμερο 2 στον μηχανισμό ασφαλείας της εταιρείας, σχετικά με τη συνδικαλιστική δράση.
Ακόμη μία τακτική συγκέντρωσης πληροφοριών ήταν οι υποκλοπές. Μεταξύ άλλων η εσωτερική ασφάλεια υπέκλεψε το μοναδικό διαθέσιμο δημόσιο τηλέφωνο στο εργοστάσιο, που βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο. Αν και έγινε αντιληπτό από τους συνδικαλιστές και αναφέρθηκε στην Ομοσπονδία στην Ιταλία, ωστόσο, δεν έγινε κατορθωτό να ανευρεθούν τα αρχεία των υποκλοπών ή το πού προωθήθηκαν.
Μια άλλη τακτική της Fiat και πιο ύπουλη, ήταν να δώσει στους εργαζόμενους την «ευκαιρία« να προτείνουν νέες προσλήψεις. Στόχος αυτής της τακτικής ήταν να καταστήσει του προτείνοντες έστω μερικώς υπεύθυνους για τη συμπεριφορά και την ενσωμάτωση των προτεινόμενων στο εργατικό δυναμικό και τη «ζωή» της επιχείρησης. Ένα είδος «κοινής εποπτείας» με το πρόσχημα ότι έτσι θα γίνει «ένας πιο ευχάριστος χώρος εργασίας». Την ίδια ώρα, οι συνδικαλιστές τιμωρούνταν με διάφορους τρόπους, εκ των οποίων ο πλέον ανώδυνος ήταν να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα προαγωγής σε μέλος του σωματείου.
Τα μέτρα καταστολής εναντίον των εργαζομένων ποίκιλαν. Οι εργαζόμενοι που θεωρούνταν επικίνδυνοι από την εταιρεία συνήθως κατηγορούνταν για κλοπές εξαρτημάτων και εργαλείων - τις οποίες ουδέποτε φυσικά είχαν διαπράξει - ώστε να απολυθούν με «αιτία», νομότυπα. Σύμφωνα με μαρτυρίες εργαζομένων, το εργοστάσιο διέθετε ακόμη και ειδική αίθουσα ανακρίσεων και κράτησης.
Ακόμη μία τακτική ήταν ο εκβιασμός και η δημιουργία διπλών πρακτόρων. Οδηγούσαν του «ύποπτους ανατροπής» εργαζόμενους στην αίθουσα ανακρίσεων και εκεί τους υπόσχονταν μόνιμη δουλειά, αύξηση μισθού, προαγωγή και άλλα, εάν πρόδιδαν συναδέλφους τους. Όσοι συμφωνούσαν επέστρεφαν στην παραγωγή και υποδύονταν τους «μαχητικούς συνδικαλιστές» δίνοντας λεπτομερείς αναφορές στον Κλάιν.
Ωστόσο οι εργάτες τους πήραν πολύ γρήγορα χαμπάρι. Οι χαφιέδες κυκλοφορούσαν σε όλη την εταιρεία, συλλέγοντας πληροφορίες από υπαλλήλους και σε συνδικαλιστικές συναντήσεις μέσα και έξω από το εργοστάσιο. Στην αρχή, πέρασαν απαρατήρητοι. Όχι για πολύ. «Περπατούσαν σε ζευγάρια, φορώντας τις πράσινες στολές της ομάδας ελέγχου ποιότητας, που τους επέτρεπε την πρόσβαση σε όλες τις περιοχές του εργοστασίου» θυμάται ο Αντόνιο Λουίς Βάσκο, ο οποίος εργάστηκε στη Fiat από το 1978 έως το 1982. «Αλλά τα πραγματικά μέλη της ομάδας ποιοτικού ελέγχου δεν γνώριζε ποιοι ήταν. Και το γεγονός ότι οι στολές τους ήταν πάντα πεντακάθαρες ήταν παράξενο».
Όταν ο Βάσκο και ο συνάδελφός του Ζοζέ ντε Σόουζα έπιασαν στα πράσα τους χαφιέδες γελοιοποιώντας τους κλήθηκαν στο γραφείο ασφάλειας της εταιρείας. Εκεί τους φωτογράφησαν και τους πήραν κατάθεση λες και βρίσκονταν σε αστυνομικό τμήμα. Μετά, άλλοι πράκτορες πήραν στον Σόουζα και τον πήγαν στην Λαγκόινχα. Η Λαγκόινχα είναι μια συνοικία της Μπέτιμ όπου βρισκόταν το Τμήμα Ερευνών της Μίνας Ζεράις - το βραζιλιάνιο αντίστοιχο του αμερικανικού FBI - διατηρούσε γραφείο με φυλακή. Κατά τη διάρκεια της χούντας η φυλακή εκείνη έζησε μεγάλες «δόξες», με αμέτρητους αγωνιστές να φυλακίζονται, δίχως απαγγελία κατηγοριών.
Ανήσυχη η μητέρα του Σόουζα πήγε στο εργοστάσιο να μάθει τι συνέβη με τον γιο της και εκεί της είπαν ότι απολύθηκε επειδή είχε «κλέψει». Κανείς δεν τους πίστεψε. Ο Σόουζα την γλίτωσε πολύ φθηνά - σε σχέση με την μοίρα άλλων κρατουμένων - και αφέθηκε ελεύθερος μετά από λίγες μέρες κράτησης, αλλά το περιστατικό αυτό δείχνει τη στενή σχέση της πολυεθνικής με τους χουντικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Η Fiat παρακολούθησε επίσης στενά τις συναντήσεις των εργαζομένων. Η Intercept Brasil αποκάλυψε ένα έγγραφο, σε επιστολόχαρτο της εταιρείας, που περιγράφει λεπτομερώς την «επιτήρηση» της συνδικαλιστικής δραστηριότητας στη Fiat. Το έγγραφο βρέθηκε ανάμεσα στα αρχεία μικροφίλμ των δημοσίων αρχείων της Μίνας Ζεράις. Περιλαμβάνει αναφορά κλειστής συνάντησης εργαζομένων που πραγματοποιήθηκε σε γυμνάσιο στην κοντινή πρωτεύουσα της Πολιτείας, Μπέλο Χοριζόντε.
Η σύνδεση Τορίνο - Μπέτιμ
Η στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας βοήθησε τη Fiat να έρθει στη χώρα. Η κυβέρνηση της Μίνας Ζεράις έβαλε 71,4 εκατομμύρια δολάρια και η Fiat επένδυσε 71,5 εκατομμύρια δολάρια. Η χούντα επέλεξε τον πρόεδρο της εταιρείας στην Μπέτιμ και η Fiat, από την πλευρά της, αποφάσισε ποιος θα κατέχει τις θέσεις αντιπροέδρου και επόπτη.
Την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας, το μεγάλο αφεντικό της Fiat, ο Τζάνι Ανιέλι, διοργάνωσε συνέντευξη Τύπου στην οποία δήλωσε ότι είχε επιλέξει τη Βραζιλία για «την κοινωνική και πολιτική ειρήνη στη χώρα αυτή τη στιγμή». Η αξιολόγηση της χώρας από τη Fiat, με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1974, προειδοποίησε ότι η κοινωνική ανισότητα στη χώρα θα μπορούσε να οδηγήσει στη συρρίκνωση της οικονομίας της Βραζιλίας, αλλά προέβλεπε οικονομική ανάπτυξη εάν δεν υπήρχαν «βίαιες πολιτικές αναταραχές». Για τη Fiat, το πραξικόπημα του 1964 ήταν μια «επανάσταση»…