28 Δεκεμβρίου 1942, οδός Κονάγια Ούλιτσα, ανατολική πλευρά του Νέβα, Λένινγκραντ.
Η τετραώροφη πολυκατοικία, ένα μείγμα μπαρόκ και αρτ νουβό, όπως και τα περισσότερα κτήρια της πόλης των καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των συγγραφέων, είχε καλυφθεί από ένα παχύ στρώμα χιονιού. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει την είσοδο του κτηρίου που έχασκε ορθάνοιχτη.
Μέσα, οι διάδρομοι είχαν γεμίσει πάγο και στα κουφώματα των πορτών είχαν δημιουργηθεί μικροί σταλακτίτες. Το ασανσέρ δεν λειτουργούσε. Από τα διαμερίσματα δεν έβγαινε κανείς στο δριμύ ψύχος. Κάποιες πόρτες είχαν ξηλωθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί σαν προσάναμμα, για λίγη ζεστασιά σε κάποιο παγωμένο τζάκι. Οι κάτοικοι εκείνων των διαμερισμάτων είχαν πεθάνει προ πολλού. Τα δελτία τροφίμων τους, όπως και οι πόρτες των σπιτιών τους, είχαν εξαφανιστεί. Στον δεύτερο όροφο, στο διαμέρισμα της Βέρας Βολογκτίνα, επικρατούσε αναστάτωση. Η οικογένεια μάλωνε. Μάλωνε… τρόπος του λέγειν, όπως μπορεί να μαλώσει κάποιος αδύναμος άνθρωπος, σκελετωμένος, πεινασμένος που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Ο παππούς Βάνιας επέμενε για πολλοστή φορά και σιγοφώναζε από το κρεβάτι του ξαπλωμένος, καθώς ήταν τυλιγμένος με το παλτό του και δυο κουβέρτες: «Πρέπει να είμαστε το μοναδικό σπίτι στην πόλη που έχει γάτα και δεν την τρώει. Δηλαδή προτιμάτε να πεθάνουμε παρά να φάμε τον Μαξίμ (το τελευταίο το έφτυσε από το στόμα του με μια δόση οργής και αηδίας);».
Η μητέρα της μικρής Βέρας σύρθηκε από το κρεβάτι της μέχρι το παγωμένο δωμάτιο του πεθερού της. «Όχι, δεν θα τον φάμε. Ύστερα από αυτό σε τι θα ξεχωρίζουμε από τα ζώα; Μήπως θες να φαγωθούμε όπως κάνουν έξω στον δρόμο; Ο Μαξίμ θα μείνει μαζί μας, είναι μέλος της οικογένειάς μας. Είναι σαν να τρώμε εσένα Βάνια, θα το ήθελες;».
Οι πολίτες του Λένινγκραντ τις δύσκολες εκείνες μέρες του θανάτου είχαν αφήσει κατά μέρος τις όποιες τυπικότητες ή ευγένειες στον τόνο της φωνής τους.
Ο παππούς σηκώθηκε, έκοψε ένα κομμάτι από την ταπετσαρία του σπιτιού και με δυσκολία άναψε μια υποψία φωτιάς στο τζάκι. Έβαλε επάνω ένα τσουκάλι με νερό και έριξε την ταπετσαρία. Όταν θα έλιωνε η αλευρόκολλά της θα γινόταν μια πρώτης τάξεως σούπα. Ο παππούς ξερογλειφόταν για το πλούσιο δείπνο του. Ένας μαύρος γάτος, με ελάχιστο τρίχωμα και σκελετωμένος και εκείνος, πήγε και τρίφτηκε στα πόδια του. Ο παππούς δεν είχε δύναμη για να τον κλωτσήσει: «Ας φάμε τουλάχιστον το κωλόπουλο. Δεν μπορεί να πεθαίνουμε της πείνας και εσείς να έχετε μια γάτα και έναν παπαγάλο». Ύστερα, από τα νεύρα του άρχισε να κλαίει γοερά.
Πείνα ατελείωτη
Το επόμενο πρωινό, στις 29 του μήνα, τα τρία μέλη της οικογένειας, ο παππούς, η μητέρα και η Βέρα, σηκώθηκαν με κόπο από τα κρεβάτια τους και σέρνοντας τα πόδια τους από το κρύο και την αδυναμία βγήκαν έξω για να αναζητήσουν τροφή ή, εάν ήταν τυχεροί, να στηθούν με το δελτίο τους σε μια ατελείωτη ουρά για λίγα δράμια αλεύρι. Ή εάν ήταν περισσότερο τυχεροί να βρουν κάποιο αδύναμο σκύλο ή γάτα και να το σκοτώσουν για να το φάνε. Βέβαια τα ζωντανά στην πόλη είχαν προ καιρού εξαφανιστεί. Κυκλοφορούσαν μόνο κάτι τεράστιοι αρουραίοι, μεγάλοι σαν γάτες, οι οποίοι δεν δίσταζαν να επιτεθούν ακόμη και σε ανθρώπους. Μέσα στο σπίτι η μαμά της Βέρας είχε φροντίσει να κλείσει στο δωμάτιό της τα δυο ζωντανά για την περίπτωση που ο παππούς επέστρεφε νωρίτερα.
Και αυτή η μέρα πήγε στράφι. Επέστρεψαν ξέπνοοι το μεσημεράκι δίχως φαγητό. Μόνο η Βέρα είχε βρει στα σκουπίδια μια φέτα σαπισμένο ψωμί, το οποίο θα μοίραζαν στα τρία και θα αποτελούσε το γεύμα της ημέρας.
Το θέαμα που αντίκρισε η οικογένεια όταν μπήκε στο σπίτι τούς έκανε να κοιτούν με το στόμα ανοιχτό. Ο Μαξίμ είχε καταφέρει να ξετρυπώσει από το δωμάτιο όπου ήταν κλειδωμένος, είχε ανοίξει το πορτάκι του παπαγάλου και είχε μπει μέσα στο κλουβί. Ο Ζάκο και ο Μαξίμ κοιμόντουσαν κουλουριασμένοι, σε μια παράλογη αγκαλιά, προκειμένου να ζεσταθούν. Η Βέρα άρχισε να κλαίει και να χαϊδεύει το σκελετωμένο ζώο και το αδύναμο πουλί. Ο παππούς άρχισε να κλαίει και εκείνος, που έβλεπε πως ύστερα από αυτό θα ήταν αδύνατον να φάει κάποιο από τα δύο…
Πέντε χιλιάδες γάτες
23 Ιανουαρίου 1943, σιδηροδρομικός σταθμός Γιάροσλαβ, ποταμός Κοτορίλ. Ο σταθμάρχης της πόλης, Νικολάι Γιεντζένκο, απομάκρυνε λίγο το χαρτί από τα μάτια του για να μπορέσει να το διαβάσει καλύτερα. Ήταν ένα επείγον τηλεγράφημα - διαταγή, το οποίο του έλεγε να έχει σε ετοιμότητα ένα στρατιωτικό τρένο με τέσσερα βαγόνια εμπορευμάτων με προορισμό το Τιχβίν και από κει το Λένινγκραντ διαμέσου της παγωμένη λίμνης Λατόνγκα. Το τρένο θα ξεκινούσε από το Γιάροσλαβ, αλλά δεν θα μετέφερε όπλα ή στρατιώτες. Στα τέσσερα βαγόνια των εμπορευμάτων θα στοιβάζονταν περισσότερες από πέντε χιλιάδες γκρίζες γάτες από το Ομσκ και το Τιούμεν. Όλες για το Λένινγκραντ, όλες για να ριχτούν ενάντια σε έναν επικίνδυνο εχθρό. Τους αρουραίους.
Πράγματι η σοβιετική ηγεσία αδυνατούσε να λύσει την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς. Κατάφερε να δημιουργήσει τον «δρόμο της ζωής» μεταξύ Λένινγκραντ και λίμνης Λατόνγκα και από εκεί προμήθευε ό,τι μπορούσε. Είτε με φορτηγά είτε με ποντισμένους αγωγούς (πετρέλαιο) είτε με τρένα επάνω στον πάγο.
Οι γάτες ήταν άλλο ένα όπλο στην υπηρεσία των κατοίκων.
Το πρόβλημα με τους αρουραίους είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τα τρωκτικά είχαν βρει ευκαιρία, είχαν πολλαπλασιαστεί και αποτελούσαν τον Νο3 κίνδυνο μετά τις γερμανικές βόμβες και την πείνα. Άρχισαν να τρώνε τα ελάχιστα αποθέματα τροφίμων, να επιτίθενται στους ανθρώπους και φυσικά να είναι εν δυνάμει φορείς επιδημιών.
Το πρόβλημα είχε γιγαντωθεί τόσο, που ανάγκασε την ηγεσία των υπερασπιστών να αποσύρει δυνάμεις από τα βαλτοτόπια στα δυτικά της πόλης όπου μάχονταν για να αποκρούσουν την «επιχείρηση Σέλας» των ναζί και να τις ρίξει στη μάχη κατά των τρωκτικών μέσα στην πόλη. Λόχοι ολόκληροι αποσπάστηκαν για να πυροβολούν τους αρουραίους. Άρματα μάχης έκαναν τη γη να τρέμει μέσα στην πόλη για να λιώνουν τους αρουραίους. Ήταν τόσο πολλοί, που τα τραμ σταματούσαν για να περνούν μπροστά από τις ράγες οι «στρατιές» των τρωκτικών.
Πρόχειρο στρατόπεδο Κόκκινου Στρατού, πόλη Τιχβίν, 200 χιλιόμετρα ανατολικά του Λένινγκραντ.
Η διαταγή που διάβασε ο λοχαγός του Κόκκινου Στρατού Αντρέι Μπζοφ έκανε τα αυτιά του να κοκκινίσουν, όχι από το κρύο, αλλά από τα νεύρα. Με μια ομάδα από 30 φαντάρους από τον λόχο του θα συνόδευε ένα στρατιωτικό τρένο με τέσσερα βαγόνια που ερχόταν από το Γιάροσλαβ. Προορισμός η πόλη του Λένινγκραντ. «Θα μπω σε ένα τρένο και θα κάνουμε 200 χιλιόμετρα επάνω στον πάγο για να φτάσουμε στο Λένινγκραντ; Μα γιατί; Τι μεταφέρει αυτό στα τέσσερα βαγόνια του που θέλει και συνοδεία; Βράδυ θα ταξιδέψει επάνω στη λίμνη, δύσκολα θα το βομβαρδίσουν οι Φρίτσηδες», σκέφτηκε. Το κάλυμμα από το αντίσκηνό του άνοιξε και παρουσιάστηκε η ορντινάτσα του διοικητή: «Σας θέλουν, λοχαγέ» είπε ψυχρά και χάθηκε μέσα στη χιονοθύελλα.
Αυτά που άκουσε ο Μπζοφ από τον διοικητή του έκανε τα αυτιά του να ξανακοκκινίσουν, όχι από νεύρα αυτή τη φορά, αλλά από οργή. Θα συνόδευε τέσσερα βαγόνια φορτωμένα με χιλιάδες κωλόγατα για το Λένινγκραντ. «Με αυτά θα ταΐσουμε τον κόσμο» μονολόγησε ειρωνικά και μετά σαν να επικράτησε διαύγεια στο μυαλό του θυμήθηκε το πρόβλημα των αρουραίων. «Ευφυές, αλλά γιατί εμένα;».
Όλη την ημέρα μέχρι να έρθει το τρένο και να επιβιβαστεί ο Μπζοφ, αφού ξεδιάλεξε 30 οπλισμένους φαντάρους, αναλώθηκε σε διεκπαιρέωση διαφόρων γραφειοκρατικών στρατιωτικών εγγράφων. Σε λίγες ώρες, μόλις έφτανε στην πολιορκημένη πόλη και άνοιγε τα βαγόνια, το θέαμα που θα έβλεπε θα του έμενε αξέχαστο…
Ανελέητο κυνήγι
Σιδηροδρομικός σταθμός «Μόσχα», Λένινγκραντ πρωινό 27ης Ιανουαρίου 1943. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη, αν και είχε ξημερώσει. Τον χειμώνα εκεί κοντά στον Αρκτικό Κύκλο αργούσε να βγει. Ειδικά τώρα που τα μολυβένια σύννεφα προμήνυαν νέα χιονοθύελλα. Το τρένο σταμάτησε αργά στον σταθμό και σφύριξε σαν κλαπέτο γεμίζοντας την αποβάθρα με ατμούς. Οι φαντάροι κατέβηκαν και ξεμούδιασαν. Το ταξίδι από το Τιχβίν είχε πάει καλά, χωρίς να δεχτεί επίθεση το τρένο με το κόκκινο αστέρι στην ατμομηχανή του.
Ο λοχαγός είπε στους φαντάρους να διασκορπιστούν γιατί σε λίγο θα άρχιζαν οι Γερμανοί να βομβαρδίζουν, όπως έκαναν καθημερινά. Οι ήχοι από γάτες που έκλαιγαν μέσα στα βαγόνια τού είχαν σπάσει για άλλη μια φορά τα νεύρα.
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα του πρώτου βαγονιού, όταν το πόδι του σκόνταψε σε κάτι μαλακό. Κοίταξε χαμηλά και είδε έναν αρουραίο. Δεν φοβόταν. Σαν να του αντιγύριζε το κοίταγμα ξεδιάντροπα. Ετοιμάστηκε να τον κλωτσήσει με την αρβύλα του. Το μετάνιωσε. «Περίμενε εδώ λίγα λεπτά, σου έχω μια έκπληξη», σκέφτηκε και με το δεξί του χέρι σήκωσε το βαρύ μάνταλο της ξύλινης πόρτας του βαγονιού.
Γάτες, χιλιάδες γάτες, τρομαγμένες στην αρχή, άρχισαν να τρέχουν προς κάθε μεριά και να νιαουρίζουν. Πεινούσαν. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο «αυθάδης» αρουραίος που πριν τον κοίταζε σχεδόν ειρωνικά είχε γίνει γεύμα στα δόντια τριών γάτων που μάλωναν για να τον χωρίσουν στα δυο.
Ένα γκριζωπό γούνινο χαλί άρχισε να ξεδιπλώνεται από τον σταθμό προς κάθε κατεύθυνση της πολιορκημένης πόλης και μικρά πατουσάκια άφηναν ίχνη στο χιόνι. Οι αρουραίοι ήταν καταδικασμένοι.
Οι γάτες έπεφταν επάνω τους και τους εξολόθρευαν. Κάθε γάτα έβαζε κάτω τρεις και τέσσερις αρουραίους, τους σκότωνε και συνέχιζε. Η πόλη του Λένινγκραντ βρήκε μια ανέλπιστη σωτηρία από ένα μεγάλο κύμα λοιμού, χολέρας και πανούκλας, από το οποίο κινδύνευε. Την έσωσαν οι γάτες.
Υστερόγραφο
*Το Λένινγκραντ πολιορκήθηκε επί 872 ημέρες. Από τις 8 Σεπτεμβρίου του 1941 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου του 1944.
*Οι ναζί δεν κατάφεραν να πατήσουν το πόδι τους μέσα στην πόλη.
*Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού μόνο από την πείνα και το κρύο ξεπέρασαν τους 1.100.000 νεκρούς.
*Για τον ηρωισμό των κατοίκων της, το 1945 το Λένινγκραντ ήταν η πρώτη πόλη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε τον τιμητικό τίτλο της «Ηρωικής Πόλης».
*Όταν λύθηκε η πολιορκία, δεν υπήρχε καμία γάτα, κανένας σκύλος και κανένα πουλί που να πετάει. Είχαν όλα φαγωθεί.
*Ο Ζάκο ο παπαγάλος πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.
*Ο γάτος Μαξίμ είναι το μοναδικό ζωντανό που επιβίωσε από την πολιορκία, δεν φαγώθηκε και έζησε μέχρι να μπει ο απελευθερωτής Κόκκινος Στρατός στην πόλη.
*Ο λοχαγός Αντρέι Μπζοφ υιοθέτησε μια γάτα από τις 5.000 των βαγονιών. Την ονόμασε «Βάσια». Τον ακολουθούσε παντού σαν σκύλος. Πέθαναν και οι δυο τους κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού, στη μάχη του Κράσνι Μπορ.
*Οι γάτες από την εποχή του τσάρου είχαν συνδέσει το όνομά τους με την πόλη. Εκατοντάδες από αυτές ζούσαν στους κήπους των ανακτόρων. Η δεύτερη σύνδεση έγινε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.
*Στους περισσότερους δρόμους ή στις γέφυρες οι κάτοικοι της πόλης έχουν κατασκευάσει αγαλματάκια γάτας προς τιμήν των ζωντανών που τους έσωσαν τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου