Συστηματική υποβάθμιση της βίας με ρατσιστικά κίνητρα χρεώνει στις γερμανικές Αρχές το ίδρυμα Αμαντέου Αντόνιο, κάνοντας λόγο για κακά εκπαιδευμένο προσωπικό που αγνοεί το μέγεθος του προβλήματος. Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, το εν λόγο ίδρυμα ακτιβιστών για την προστασία των θυμάτων ακροδεξιάς βίας, δημοσίευσε την Τρίτη τα συμπεράσματα έκθεσης αναφορικά με τη λειτουργία των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας, τα οποία κρίνονται απογοητευτικά.Συγκεκριμένα επιρρίπτεται στις Αρχές «συστηματική υποβάθμιση» ακροδεξιών πράξεων βίας. Αυτό διακρίνεται στη στάση των Αρχών απέναντι στα θύματα τέτοιων πράξεων, «τα οποία αφήνονται σχεδόν συστηματικά στην τύχη τους από τις κρατικές υπηρεσίες», όπως λέει η Μάριον Κράσκε, συντάκτρια της αναφοράς του Αμαντέου Αντόνιο. Η Μάριον Κράσκε διαπιστώνει ότι είτε δεν θέλουν οι Αρχές να δουν την ακροδεξιά βία, είτε δεν μπορούν επειδή δεν έχουν συνείδηση του προβλήματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Κράσκε είναι η περίπτωση ενός 25χρονου Τούρκου ιδιοκτήτη εστιατορίου fast food, που ζει στο Μούχελντ της Σαξονίας-Άνχαλτ. Στις 25 Φεβρουαρίου του 2012 ξυλοκοπήθηκε στο κατάστημά του από κουκουλοφόρους, οι οποίοι απαίτησαν να κλείσει την μικρή του επιχείρηση και να φύγει από την πόλη. Όταν η κουρδικής καταγωγής σύζυγός του κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, «η πρώτη αντίδραση του αστυφύλακα ήταν να διαμαρτυρηθεί για τα σπαστά γερμανικά της γυναίκας», όπως αναφέρει η Μ. Κράσκε. Όταν οι αστυνομικοί επισκέφθηκαν αργότερα το κατάστημα του θύματος, υπέβαλαν τον Τούρκο ιδιοκτήτη σε αλκοτέστ και κατέγραψαν στο αστυνομικό πρωτόκολλο ότι αιτία του περιστατικού ήταν ένας καβγάς για την απαγόρευση του καπνίσματος.
Σύμφωνα με την Κράσκε, οι Αρχές αρνούνται συχνά τα ακροδεξιά κίνητρα τέτοιων ενεργειών και η έλλειψη διαπολιτισμικής παιδείας των αστυνομικών τους οδηγεί σε νέα λάθη. Επίσης, όπως υπογραμμίζει η Κράσκε, το ιδεολογικό υπόβαθρο τέτοιων πράξεων παραμένει συχνά στο σκοτάδι, καθώς αυτά καταγράφονται στο αστυνομικό αρχείο ως κοινό ξυλοκόπημα.
Επιπλέον οι εκπρόσωποι τοπικών διοικητικών αρχών στις οποίες σημειώνονται ρατσιστικές επιθέσεις συχνά παρεμποδίζουν τη διερεύνηση και αντιμετώπισή τους γιατί φοβούνται για τη φήμη του δήμου ή της κοινότητάς τους. «Άνθρωποι που καταδικάζουν την ακροξεξιά βία, συχνά στιγματίζονται» εξηγεί η Μ. Κράσκε.
Με αυτόν τον τρόπο έχει εδραιωθεί «μία κουλτούρα αδιαφορίας» των Αρχών, τονίζει το ίδρυμα Αμαντέου Αντόνιο, η οποία δεν έχει αλλάξει ούτε μετά την εξάρθρωση – το Νοέμβριο του 2011- της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης NSU, που ευθύνεται για τη δολοφονία τουλάχιστον 10 ανθρώπων.
«Αυτό είναι σκάνδαλο» τονίζει διαμαρτυρόμενη η Ανέτα Καχάνε, πρόεδρος του ιδρύματος Αμαντέου Αντόνιο. Η Α. Καχάνε θεωρεί ότι οι πολιτικοί πρέπει να καταπολεμήσουν τον καθημερινό ρατσισμό αντί να παρουσιάζουν τις δολοφονίες της NSU ως συστηματική τρομοκρατία ανθρώπων που έδρασαν μεμονωμένα.
Η Ούλα Γέλπκε, ειδική για θέματα εσωτερικής πολιτικής από το κόμμα της Αριστεράς, ζητά την ίδρυση μίας πολιτικά ανεξάρτητης υπηρεσίας, η οποία θα καταγράφει και θα παρακολουθεί την ακροδεξιά βία. Όπως επισημαίνει η Γερμανίδα βουλευτής, «οι γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας δεν είναι προφανώς σε θέση να στραφούν με όλες τους τις δυνάμεις κατά των ναζί».
Από την πλευρά του το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών, με λακωνική του ανακοίνωση, υποστήριξε ότι «μεμονωμένες ελλείψεις τοπικών αστυνομικών αρχών δε συνιστούν αφορμή τεθεί υπό ριζική αμφισβήτηση η συνολική και συνεπής καταπολέμηση - από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές- της εγκληματικότητας που υποκινείται από δεξιές πολιτικές πεποιθήσεις».
Αυτή η επίσημη κυβερνητική απάντηση αποτελεί, κατά την Ανέτα Καχάνε, απόδειξη για το ότι το ίδρυμά της έχει ακόμη πολλή δουλειά μπροστά του ώστε να πείσει για την ορθότητα των θέσεών του.
Από το tvxs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου