Από το tvxs(Αριστομένης Συγγελάκης):
«Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας. Τμήματά μας εισήλθον Θεσσαλονίκη σήμερον 3ην μετά μεσημβρίαν. Λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμόν διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενος αντάρτες. Εργοστάσια ηλεκτροφωτισμού και μύλος Αλλατίνι κατόπιν επεμβάσεως Ε.Λ.Α.Σ διασώθηκαν. Εστία εθνοπροδοτών ΧΑΝ παρέδωσε βαρύν οπλισμόν. Θα αναγκαστεί εις παράδοσιν. Τμήματά μας προσανατολίζονται προς δυτικόν τμήμα πόλεως για χτυπήματα… Παρόν τηλεγράφημα παρακαλώ δοθεί ΠΓ του ΚΚΕ. Αναμένω. Μάρκος 30.10.44». Μάρκος Βαφειάδης, τηλεγράφημα προς το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, 30.10.1944.
Στο παραπάνω ιστορικό τηλεγράφημα βρίσκεται όλη η αλήθεια για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα μετά από 3,5 και πλέον χρόνια ασύλληπτου μαρτυρίου. Οι Μάρκος Βαφειάδης και Ευρυπίδης Μπακιρτζής, ηγέτες της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ διέταξαν τις ένοπλες αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ να εισέλθουν στην πόλη και να την απελευθερώσουν, παρά τη συμφωνία της Καζέρτας και την ρητή εντολή του διοικητή του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη να περιμένουν την απόβαση των Βρετανών. Αιφνιδίασαν έτσι τους Γερμανούς που δεν πρόλαβαν να υλοποιήσουν τον σχεδιασμό τους για την ανατίναξη του λιμανιού, της ηλεκτρικής εταιρείας, του υδραγωγείου και των μύλων Αλλατίνι με εκρηκτικά, που είχαν ήδη τοποθετήσει. Παραβιάζοντας κάθε ηθική αρχή, κάθε κανόνα δικαίου αλλά και την ίδια τη συμφωνία που είχαν συνυπογράψει, τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα σκόπευαν να βυθίσουν στο χάος τη Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρησή τους. Να εκδικηθούν σκληρά τον ελληνικό λαό για τελευταία φορά για το ότι, στη συντριπτική του πλειοψηφία, δεν έσκυψε το κεφάλι, δεν συνεργάστηκε, ούτε καν ανέχθηκε τον βάρβαρο κατακτητή.
Ας δούμε όμως πώς γιόρτασε η πόλη εκείνες τις μαγικές στιγμές της λύτρωσής της από τον ναζιστικό εφιάλτη, με επίκεντρο την πλατεία Αγίας Σοφίας: «Εκεί κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια. Από την οδό Αγίας Σοφίας κατέβαιναν σαρώνοντας τις γειτονιές τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου (…) Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν ξυπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα από τα ανατολικά κατέφθαναν μέσα στη σκόνη και τον αλαλαγμό με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμη και η μακρινή Καλαμαριά (…) Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Θα’ ταν καμιά διακοσαριά σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με τόση ορμή που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες, ολοκόκκινες καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια».[1]
Είναι γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη, η πόλη των μεγάλων κοινωνικών, δημοκρατικών και πατριωτικών αγώνων, υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι η πρώτη ελληνική πόλη που καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα και παρέμεινε επί 43, σχεδόν, μήνες υπό σκληρή γερμανική κατοχή. Ο λαός της μαρτύρησε από την πείνα, τις ασθένειες, τα βασανιστήρια, τις μαζικές εκτελέσεις, την γενικευμένη τρομοκρατία και την ασύμμετρη βία. Το στρατόπεδο με το βαρύ ιστορικό όνομα «Παύλος Μελάς» μετατράπηκε σε κολαστήριο, έγινε το Νταχάου της Βόρειας Ελλάδας, έχοντας ανάμεσα στους φυλακισμένους του ακόμη και δωδεκάχρονα παιδιά, όπως τον αγωνιστή Θοδωρή Βαλαχά. Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης εξολοθρεύθηκε: αρχικά δια της καταναγκαστικής εργασίας, όπου έχασε το 12% των μελών της, και στη συνέχεια στα ναζιστικά κρεματόρια με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν συνολικά το 96% των κατοίκων της Θεσσαλονίκης εβραϊκού θρησκεύματος ή 46.000 αθώοι πολίτες. Βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας είναι η Πλατεία Ελευθερίας και το Μαύρο Σάββατο της 11ης Ιουλίου 1942, όπου ξεκίνησε το δράμα των Εβραίων αδελφών μας. Όπως και είναι αδύνατον να λησμονήσουμε τα μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τη Θυσία των Ολοκαυθέντων Μακεδόνων στα Κερδύλλια, το Μεσόβουνο και τους Πύργους, την Κλεισούρα, τον Χορτιάτη και όλους τους μαρτυρικούς τόπους της Ελλάδας.
Η Θεσσαλονίκη πλήρωσε βαρύτατο τίμημα στην περίοδο της Κατοχής. Όμως δεν κάμφθηκε, δεν προσκύνησε τους κατακτητές, δεν ανέχθηκε τους δωσίλογους, δεν υποτάχθηκε στη μοίρα της: στη Θεσσαλονίκη στις 15 Μαΐου 1941, ένα μόλις μήνα μετά την γερμανική εισβολή, ιδρύεται η «Ελευθερία», η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα και σ’ όλη την Ευρώπη. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο γίνεται έδρα της Αντίστασης και η νεολαία πρωταγωνιστεί στον εθνικοαπελευθερωτικό και αντιφασιστικό αγώνα. Ιστορικής σημασίας οι μεγάλες διαδηλώσεις της 10ης Ιουλίου 1943 στη Θεσσαλονίκη και τις επόμενες μέρες σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, διαδηλώσεις που κορυφώθηκαν στις 22 Ιουλίου στην Αθήνα και πέτυχαν την αποτροπή της επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία. Μέχρι την τελευταία μέρα της Κατοχής ο λαός κινητοποιείται με γενναιότητα για να διεκδικήσει την επιβίωσή του, την ελευθερία του και την αξιοπρέπειά του.
Κι όμως: η Θεσσαλονίκη με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, η δεύτερη μαρτυρική πόλη της Ευρώπης μετά τη Βαρσοβία, συμπεριελήφθη μόλις το 2011 στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας, ως το ενενηκοστό κατά σειρά ελληνικό Ολοκαύτωμα! Και μόλις φέτος, με εβδομήντα δύο χρόνια καθυστέρηση αναγνωρίστηκε επίσημα για πρώτη φορά από το ελληνικό κράτος η λύτρωσή της από τον ΕΛΑΣ! Είχε προηγηθεί, βέβαια, η αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας από το Δήμο Θεσσαλονίκης επί δημαρχίας Θανάση Γιαννούση και συνεχίστηκε επί Θεοχάρη Μαναβή μέχρι το 1986. Μία αναγνώριση όμως μερική, χωρίς τη σφραγίδα του κράτους, που αμφισβητήθηκε από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και καταργήθηκε με την ανάληψη των ηνίων της πόλης από τον Σωτήρη Κούβελα το 1986[2].
Κι όμως: η Θεσσαλονίκη με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, η δεύτερη μαρτυρική πόλη της Ευρώπης μετά τη Βαρσοβία, συμπεριελήφθη μόλις το 2011 στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας, ως το ενενηκοστό κατά σειρά ελληνικό Ολοκαύτωμα! Και μόλις φέτος, με εβδομήντα δύο χρόνια καθυστέρηση αναγνωρίστηκε επίσημα για πρώτη φορά από το ελληνικό κράτος η λύτρωσή της από τον ΕΛΑΣ! Είχε προηγηθεί, βέβαια, η αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας από το Δήμο Θεσσαλονίκης επί δημαρχίας Θανάση Γιαννούση και συνεχίστηκε επί Θεοχάρη Μαναβή μέχρι το 1986. Μία αναγνώριση όμως μερική, χωρίς τη σφραγίδα του κράτους, που αμφισβητήθηκε από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και καταργήθηκε με την ανάληψη των ηνίων της πόλης από τον Σωτήρη Κούβελα το 1986[2].
Η καθυστέρηση στην απόδοση του οφειλόμενου φόρου τιμής στην Θυσία του λαού της Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Αντίσταση και τον ΕΛΑΣ, μόνο τυχαία δεν ήταν˙ αντίθετα, αποτέλεσε συνειδητή πράξη της μετακατοχικής πολιτικής και κοινωνικής ελίτ, στην προσπάθειά της να συσκοτίσει την Ιστορία και να απαλλαγεί από τις ευθύνες της για το γεγονός ότι ένα τμήμα αυτής όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στους κατακτητές αλλά, αντίθετα, κερδοσκόπησε και επωφελήθηκε από τον πόνο και το αίμα του μαρτυρικού λαού της Θεσσαλονίκης. Το τμήμα εκείνο της άρχουσας τάξης που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς «ξεπλύθηκε» στη συνέχεια συνεργαζόμενο με τους Άγγλους και τους Αμερικανούς και γλίτωσε την τιμωρία και τον στιγματισμό. Είναι οι ίδιοι λόγοι που κρατούσαν επί 70 χρόνια σε τιμητική θέση στο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης τα πορτραίτα των κατοχικών δημάρχων Κ. Μερκουρίου και Γ. Σερεμέτη, μέχρι που να αποκαθηλωθούν από τον Τριαντάφυλλο Μηταφίδη - μία θαρραλέα πράξη που απέσπασε, δικαίως, τον δημόσιο έπαινο του Ρόμπυ Βαρσάνο, ενός Έλληνα Εβραίου πολίτη της Θεσσαλονίκης, από τους τελευταίους επιζώντες του Άουσβιτς: «Έστω και τώρα, η πόλη έκανε το καθήκον της. Και σήμερα αισθάνομαι την ανάγκη να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι έκανες και να στείλω ένα μήνυμα: το να διαπράττεις ένα έγκλημα είναι κακό. Αλλά είναι δύο φορές κακό να το επιβραβεύεις έμμεσα ή άμεσα»[3].
Παρά τις προσπάθειες των παραχαρακτών και αναθεωρητών, την ιστορία του τόπου μας κοσμούν οι αγώνες, η Αντίσταση και η Θυσία του λαού μας για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Στις μέρες μας, ιδίως, μέρες μνημονίων, λιτότητας και εντεινόμενης εκμετάλλευσης των πολλών από την σύμπραξη της εγχώριας ελίτ και του ξένου παράγοντα, αλλά και μέρες σύγχυσης, απογοήτευσης και μοιρολατρίας, απαιτείται, περισσότερο παρά ποτέ, ένα παλλαϊκό κίνημα από τα κάτω για την προάσπιση της δημοκρατίας και την ανάκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, την υπεράσπιση της ιστορικής μνήμης και τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Ένα κίνημα ελπιδοφόρο, σε αντίθεση με το γκρίζο, παρηκμασμένο, πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Ένα κίνημα λυτρωτικό για τον λαό και τον τόπο. Μπορούμε!
Σημειώσεις:
1. Γιώργος Ιωάννου, «Η πρωτεύουσα των προσφύγων», όπως παρατίθεται στο Χρίστος Ν. Ζαφείρης, Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 82-83.
2. Απόστολος Λυκεσάς, «Η Θεσσαλονίκη τιμά ξανά την Ιστορία της», Εφημερίδα των Συντακτών, 20.10.2016 (https://www.efsyn.gr/arthro/i-thessaloniki-tima-xana-tin-istoria-tis)
3. «Ένα ευχαριστώ στον Τρ. Μηταφίδη για την αποκαθήλωση των δωσίλογων δημάρχων», Αυγή, 18.4.2014 ( //www.avgi.gr/article/10813/2333364/ena-eucharisto-ston-tr-metaphid...)
2. Απόστολος Λυκεσάς, «Η Θεσσαλονίκη τιμά ξανά την Ιστορία της», Εφημερίδα των Συντακτών, 20.10.2016 (https://www.efsyn.gr/arthro/i-thessaloniki-tima-xana-tin-istoria-tis)
3. «Ένα ευχαριστώ στον Τρ. Μηταφίδη για την αποκαθήλωση των δωσίλογων δημάρχων», Αυγή, 18.4.2014 ( //www.avgi.gr/article/10813/2333364/ena-eucharisto-ston-tr-metaphid...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου