Το τέλειο έγκλημα είναι πιθανότερο είναι πετύχει όταν δεν παρακολουθεί κανείς. Έτσι μια νύχτα 46 χρόνια πριν, στις 8 Μαρτίου του 1971, όταν οΜοχάμεντ Άλι και ο Τζο Φρέζιερ αναμετριούνταν στο ριγκ για πάνω από 15 γύρους οκτώ διαρρήκτες παραβίασαν το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) και άρπαξαν όλα τα έγγραφα που κατάφεραν να βρουν. Στη συνέχεια τα έστειλαν σε δημοσιογράφους. Η ομάδα των οκτώ ατόμων έμεινε στην ιστορία ως «οι διαρρήκτες του FBI». Επιμέλεια: Ευαγγελία Ασημακοπούλου
Οι διαρρήκτες δεν πιάστηκαν ποτέ. Έκλεψαν έγραφα τα οποία διοχέτευσαν ανώνυμα σε εφημερίδες και αυτή ήταν η πρώτη «τρικλοποδιά» που δέχτηκε η πρακτική παρακολούθησης του FBI. Η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο μετά τη δράση του whistblower, Έντουαρντ Σνόουντεν, ο οποίος έφερε στο φως σειρά τρανταχτών στοιχείων για τις παρακολουθήσεις της NSA, ανοίγοντας παγκόσμια συζήτηση για το θέμα. Οι διαρρήκτες του 1943 μέχρι και τώρα έχουν παραμείνει σιωπηροί για τη δράση τους που αμαύρωσε την κραταιά υπηρεσία, ιδιαίτερα επί Έντγκαρ Χούβερ.
«Όταν μιλούσα με ανθρώπους για τα όσα έκανε το FBI, κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει» λέει ένας από τους διαρρήκτες, ο 63χρονος Κιθ Φόρσιθ. «Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να πειστούν κι αυτός ήταν να δουν τις αποδείξεις γραπτώς».
Error loading skin:
Error loading file
Error loading file
Κιθ Φόρσιθ
Οι οκτώ
Στη διάρρηξη συμμετείχαν συνολικά οκτώ άνδρες και γυναίκες. Σε αντίθεση με τον Σνόουντεν που έκλεψε χιλιάδες ψηφιακά αρχεία της NSA από σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι διαρρήκτες του FBI έπραξαν όπως αναλογούσε στον 20ο αιώνα. Παρακολουθούσαν τα γραφεία για μήνες και φορούσαν γάντια όταν φόρτωναν τα έγγραφα σε βαλίτσες τις οποίες στη συνέχεια φόρτωσαν σε αυτοκίνητα. Όταν η επιχείρηση τελείωσε αρκετοί έμειναν προσηλωμένοι στην αντιπολεμική τους δράση, ενώ άλλοι όπως ο Τζον και η Μπόνι Ρέϊνς αποφάσισαν πως αυτή ήταν η τελευταία πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ και σε άλλες ανάλογες ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης.
Στη διάρρηξη συμμετείχαν συνολικά οκτώ άνδρες και γυναίκες. Σε αντίθεση με τον Σνόουντεν που έκλεψε χιλιάδες ψηφιακά αρχεία της NSA από σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι διαρρήκτες του FBI έπραξαν όπως αναλογούσε στον 20ο αιώνα. Παρακολουθούσαν τα γραφεία για μήνες και φορούσαν γάντια όταν φόρτωναν τα έγγραφα σε βαλίτσες τις οποίες στη συνέχεια φόρτωσαν σε αυτοκίνητα. Όταν η επιχείρηση τελείωσε αρκετοί έμειναν προσηλωμένοι στην αντιπολεμική τους δράση, ενώ άλλοι όπως ο Τζον και η Μπόνι Ρέϊνς αποφάσισαν πως αυτή ήταν η τελευταία πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ και σε άλλες ανάλογες ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης.
Τζον και Μπόνι Ρέινς
«Δεν χρειαζόμασταν προσοχή επειδή κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε» δήλωσε ο 80χρονος Ρέινς, οι οποίοι είχαν μάλιστα κανονίσει μέλη της οικογένειάς τους να μεγαλώσουν τα παιδιά τους αν αυτοί πήγαιναν στη φυλακή. «Η δεκαετία του ’60 είχε τελειώσει. Δεν χρειαζόταν να μείνουμε σε αυτό που είχαμε κάνει τότε».
Η διάρρηξη ήταν ιδέα του Γούλιαμ Ντάβιντον. Ήταν καθηγητής φυσικής στο κολέγιο Χάβερφορντ και φιγούρα των αντιπολεμικών διαδηλώσεων στη Φιλαδέλφεια, μια πόλη που από τις αρχές του 1970 αναδείχτηκε σε κέντρο του κινήματος ειρήνης. Ο Ντάβιντον πήρε την απόφασή του όταν απογοητευμένος συνειδητοποίησε πως οι χρόνιες διαδηλώσεις είχαν ελάχιστη επίδραση.
Το καλοκαίρι του 1970, μήνες μετά την ανακοίνωση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον ότι οι ΗΠΑ θα εισβάλλουν στη Καμπότζη, ο Ντάβιντον συγκέντρωσε μια ομάδα ακτιβιστών που εμπιστευόταν. Η ομάδα – αρχικά είχε εννέα μέλη ενώ αργότερα ένα από αυτά εγκατέλειψε – κατέληξαν ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να προσπαθήσουν να εισβάλλουν στα γραφεία του FBI της Φιλαδέλφεια που οι συνθήκες ασφαλείας ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Σύντομα εγκαταστάθηκαν σε ένα διαμέρισμα που βρισκόταν απέναντι από το δικαστήριο της πόλης και την δορυφορική υπηρεσία των ΜΜΕ.
«Δεν χρειαζόμασταν προσοχή επειδή κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε» δήλωσε ο 80χρονος Ρέινς, οι οποίοι είχαν μάλιστα κανονίσει μέλη της οικογένειάς τους να μεγαλώσουν τα παιδιά τους αν αυτοί πήγαιναν στη φυλακή. «Η δεκαετία του ’60 είχε τελειώσει. Δεν χρειαζόταν να μείνουμε σε αυτό που είχαμε κάνει τότε».
Η διάρρηξη ήταν ιδέα του Γούλιαμ Ντάβιντον. Ήταν καθηγητής φυσικής στο κολέγιο Χάβερφορντ και φιγούρα των αντιπολεμικών διαδηλώσεων στη Φιλαδέλφεια, μια πόλη που από τις αρχές του 1970 αναδείχτηκε σε κέντρο του κινήματος ειρήνης. Ο Ντάβιντον πήρε την απόφασή του όταν απογοητευμένος συνειδητοποίησε πως οι χρόνιες διαδηλώσεις είχαν ελάχιστη επίδραση.
Το καλοκαίρι του 1970, μήνες μετά την ανακοίνωση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον ότι οι ΗΠΑ θα εισβάλλουν στη Καμπότζη, ο Ντάβιντον συγκέντρωσε μια ομάδα ακτιβιστών που εμπιστευόταν. Η ομάδα – αρχικά είχε εννέα μέλη ενώ αργότερα ένα από αυτά εγκατέλειψε – κατέληξαν ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να προσπαθήσουν να εισβάλλουν στα γραφεία του FBI της Φιλαδέλφεια που οι συνθήκες ασφαλείας ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Σύντομα εγκαταστάθηκαν σε ένα διαμέρισμα που βρισκόταν απέναντι από το δικαστήριο της πόλης και την δορυφορική υπηρεσία των ΜΜΕ.
Το κτίριο που έγινε η ληστεία
Το σχέδιο και η διάρρηξη
Το σχέδιο περιείχε κινδύνους. Κανείς δεν γνώριζε κατά πόσον το γραφείο είχε όλα τα έγγραφα για τις παρακολουθήσεις των αντιπολεμικών διαδηλώσεως και των ακτιβιστών από το FBI ή ακόμη κι αν υπήρχε συναγερμός στο κτίριο. Η ομάδα το παρακολουθούσε για μήνες.
«Ξέραμε πότε οι κάτοικοι γυρνούσαν σπίτι τους από τη δουλειά, πότε έσβηναν τα φώτα, πότε πήγαιναν για ύπνο και πότε ξυπνούσαν. Ήμασταν απολύτως βέβαιοι ότι γνωρίζαμε τις νυχτερινές δραστηριότητες μέσα και γύρω από το κτίριο» εξηγεί ο Τζον Ρέινς, καθηγητής θρησκευτικών στο Πανεπιστήμιο του Τεμπλ. Για να σιγουρευτεί η ομάδα, αν το κτίριο διέθετε σύστημα ασφαλείας, η Μπόνι Ρέινς επισκέφθηκε το γραφείο ως φοιτήτρια του κολεγίου Σγουάρθμορ, που ερευνούσε τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών στο FBI.
Το σχέδιο λειτούργησε σχεδόν όπως σχεδιάστηκε εκτός από ένα απρόοπτο καθώς τελικά η είσοδος στο γραφείο έγινε από διαφορετική πόρτα. Τα έγγραφα μπήκαν σε βαλίτσες, φορτώθηκαν σε αυτοκίνητα και μεταφέρθηκαν σε μια αγροτική κατοικία. Εκεί οι οκτώ ανακάλυψαν ότι οι προσδοκίες τους επαληθεύτηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχείων περιείχε ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για την παρακολούθηση πολιτικών ομάδων από το FBI.
Το σχέδιο και η διάρρηξη
Το σχέδιο περιείχε κινδύνους. Κανείς δεν γνώριζε κατά πόσον το γραφείο είχε όλα τα έγγραφα για τις παρακολουθήσεις των αντιπολεμικών διαδηλώσεως και των ακτιβιστών από το FBI ή ακόμη κι αν υπήρχε συναγερμός στο κτίριο. Η ομάδα το παρακολουθούσε για μήνες.
«Ξέραμε πότε οι κάτοικοι γυρνούσαν σπίτι τους από τη δουλειά, πότε έσβηναν τα φώτα, πότε πήγαιναν για ύπνο και πότε ξυπνούσαν. Ήμασταν απολύτως βέβαιοι ότι γνωρίζαμε τις νυχτερινές δραστηριότητες μέσα και γύρω από το κτίριο» εξηγεί ο Τζον Ρέινς, καθηγητής θρησκευτικών στο Πανεπιστήμιο του Τεμπλ. Για να σιγουρευτεί η ομάδα, αν το κτίριο διέθετε σύστημα ασφαλείας, η Μπόνι Ρέινς επισκέφθηκε το γραφείο ως φοιτήτρια του κολεγίου Σγουάρθμορ, που ερευνούσε τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών στο FBI.
Το σχέδιο λειτούργησε σχεδόν όπως σχεδιάστηκε εκτός από ένα απρόοπτο καθώς τελικά η είσοδος στο γραφείο έγινε από διαφορετική πόρτα. Τα έγγραφα μπήκαν σε βαλίτσες, φορτώθηκαν σε αυτοκίνητα και μεταφέρθηκαν σε μια αγροτική κατοικία. Εκεί οι οκτώ ανακάλυψαν ότι οι προσδοκίες τους επαληθεύτηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχείων περιείχε ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για την παρακολούθηση πολιτικών ομάδων από το FBI.
Η αγροτική κατοικία - κρυσφύγετο
Οι αποκαλύψεις στον Τύπο
Υπό το προσωνύμιο «Επιτροπή Πολιτών για τον έλεγχο του FBI», οι οκτώ διοχέτευσαν τα έγγραφα στον Τύπο. Δυο εβδομάδες αργότερα και πάρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Νίξον για το αντίθετο, η δημοσιογράφος της The Post, Μπέτυ Μεντσγκερ, έγραψε το πρώτο άρθρο.
Οι αποκαλύψεις στον Τύπο
Υπό το προσωνύμιο «Επιτροπή Πολιτών για τον έλεγχο του FBI», οι οκτώ διοχέτευσαν τα έγγραφα στον Τύπο. Δυο εβδομάδες αργότερα και πάρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Νίξον για το αντίθετο, η δημοσιογράφος της The Post, Μπέτυ Μεντσγκερ, έγραψε το πρώτο άρθρο.
Μπέτυ Μεντσγκερ
Το άρθρο επικεντρωνόταν σε ένα μνημόνιο του 1970 που αποκάλυπτε την εμμονή του Χούβερ με τις παρακολουθήσεις. Το έγγραφο έδινε εντολή στους πράκτορες να σκληρύνουν τη στάση τους κατά τις ανακρίσεις αντιπολεμικών ακτιβιστών και ενεργών σε κινήματα φοιτητών. «Θα ενισχύσει την παράνοια σε αυτούς του κύκλους και θα καταστήσει σαφές ότι πίσω από κάθε γραμματοκιβώτιο θα υπάρχει πάντα το FBI» ήταν το μήνυμα της υπηρεσίας. Ένα άλλο έγγραφο, που υπογράφεται από τον πρώτο και επί περίπου 40 χρόνια επικεφαλής του FBI, Έντγκαρ Χούβερ, αποκάλυπτε την παρακολούθηση των ομάδων μαύρων φοιτητών σε πανεπιστήμια και κολέγια.
Πρόγραμμα Αντικασκοπείας
Ωστόσο, το σημαντικότερο έγγραφο, που είχε και τη μεγαλύτερη επίδραση στην κριτική που ασκήθηκε για τις εγχώριες δραστηριότητες κατασκοπείας του FBI, ήταν ένα εσωτερικό έγγραφο του 1968 που είχε το μυστήριο όνομα «COINTELPRO».Η σημασία της λέξης δεν έγινε κατανοητή ούτε από τους διαρρήκτες, ούτε από τους δημοσιογράφους που δημοσίευσαν τα έγγραφα. Και παρέμεινε έτσι μέχρι που ο ρεπόρτερ του NBC News Kαρλ Στερν, αρκετά χρόνια αργότερα και έχοντας στα χέρια του περισσότερα πια έγγραφα, αποκάλυψε ότι επρόκειτο για συντομογραφία. Σήμαινε: «Πρόγραμμα Αντικατασκοπείας».
Από το 1956 το FBI πραγματοποιούσε μια συνεχώς κλιμακούμενη εκστρατεία κατασκοπείας ακτιβιστών πολιτικών δικαιωμάτων, ηγετών πολιτικών ομάδων και «ύποπτων» κομμουνιστών. Στόχος δεν ήταν μόνο το «φακέλωμα» των ομάδων αλλά και η διάσπασή τους. Μεταξύ των θλιβερών αποκαλύψεων υπήρχε μια ανώνυμη επιστολή εκβιασμού του FBI προς τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τον απειλούσαν ότι αν δεν αυτοκτονούσε θα αποκάλυπταν τις εξωσυζυγικές του σχέσεις.
«Δεν επρόκειτο απλώς για κατασκοπεία. Το COINTELPRO ήταν ένα ‘όπλο’ που κατέστρεφε τη ζωή και τη φήμη του εκάστοτε προσώπου» τονίζει ο Λοχ Τζόνσον, καθηγητής Δημοσίων και Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου της Τζόρτζια και βοηθός του γερουσιαστή των Δημοκρατών του Αϊντάχο, Φρανκ Τσαρτς.
Έρευνα που διενεργήθηκε από το γερουσιαστής Τσαρτς, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποκάλυψε ακόμα περισσότερες παραβιάσεις του FBI, υποχρεώνοντας το Κογκρέσο σε στενότερη εποπτεία της υπηρεσίας αλλά και άλλων ανάλογων υπηρεσιών. Η τελική έκθεση του Τσαρτς για την εγχώρια παρακολούθηση, ήταν ευθύς. «Πάρα πολλοί άνθρωποι παρακολουθούνται από πάρα πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες και πάρα πολλές πληροφορίες για αυτούς έχουν συγκεντρωθεί» ανέφερε η έκθεση.
Με άδεια χέρια το FBI
Μέχρι να δημοσιευθεί η εν λόγω έκθεση, ο Χούβερ ήταν ήδη νεκρός και η αυτοκρατορία που είχε χτίσει στο FBI διαλυόταν. Οι 200 πράκτορες στους οποίους είχε ανατεθεί την υπόθεση των κλεμμένων του 1943 γύρισαν με άδεια χέρια και το FBI αναγκάστηκε να κλείσει την υπόθεση το 1946. Πριν αυτό συμβεί, μόνο ένας εκ των οκτώ διαρρηκτών ήταν στη λίστα υπόπτων της υπηρεσίας.
«Μια σειρά γεγονότων στη διάρκεια εκείνης της εποχής συμπεριλαμβανομένης της διάρρηξης των γραφείων της υπηρεσίας, συνέβαλε σε αλλαγές στο τρόπο με τον οποίο το FBI εντόπισε και αντιμετώπισε εγχώριες απειλές» δήλωσε στη NYT ο εκπρόσωπος του FBI, Μάϊκλ Κόρταν.
Μετά το πέρας της αποστολής τους, και όσο οι έρευνες του FBI προχωρούσαν, οι οκτώ δεν συναντήθηκαν ως ομάδα ξανά. Ο καθηγητής Ντάβιντον πέθανε στα τέλη του περασμένου έτους από επιπλοκές της νόσου πάρκινσον. Ο ίδιος πριν το θάνατο του είχε προγραμματίσει να μιλήσει δημοσίως για το ρόλο του στη διάρρηξη, ενώ τρεις από τους διαρρήκτες επέλεξαν να παραμείνουν ανώνυμοι.
Αυτοί που επέλεξαν να αποκαλυφθούν, ο Κέϊθ Φόρσιθ, το ζεύγος Ρέινς και ένας ακόμη άντρας που ονομάζεται Μπομπ Γουίλιαμσον ανησυχούν για τις επιπτώσεις που θα έχει η απόφασή τους. Ωστόσο, όπως υποστήριξαν, αισθάνθηκαν μια συγγένεια προς τον Έντουαρντ Σνόουντεν στου οποίου τις αποκαλύψεις βρήκαν στήριγμα για τις δικές τους.
Πιστεύουν ότι κάποιοι θα τους επικρίνουν. «Μοιάζουμε με απερίσκεπτους ανθρώπους» δηλώνει ο Τζον Ρέινς «αλλά δεν υπήρξε κανείς στην Ουάσιγκτον - γερουσιαστής, βουλευτής ακόμη και ο πρόεδρος - που να τόλμησε να περιορίσει τον Χούβερ». «Έγινε αρκετά προφανές σε εμάς. Αν δεν το κάνουμε εμείς, δεν θα το κάνει κανείς».
Το άρθρο επικεντρωνόταν σε ένα μνημόνιο του 1970 που αποκάλυπτε την εμμονή του Χούβερ με τις παρακολουθήσεις. Το έγγραφο έδινε εντολή στους πράκτορες να σκληρύνουν τη στάση τους κατά τις ανακρίσεις αντιπολεμικών ακτιβιστών και ενεργών σε κινήματα φοιτητών. «Θα ενισχύσει την παράνοια σε αυτούς του κύκλους και θα καταστήσει σαφές ότι πίσω από κάθε γραμματοκιβώτιο θα υπάρχει πάντα το FBI» ήταν το μήνυμα της υπηρεσίας. Ένα άλλο έγγραφο, που υπογράφεται από τον πρώτο και επί περίπου 40 χρόνια επικεφαλής του FBI, Έντγκαρ Χούβερ, αποκάλυπτε την παρακολούθηση των ομάδων μαύρων φοιτητών σε πανεπιστήμια και κολέγια.
Πρόγραμμα Αντικασκοπείας
Ωστόσο, το σημαντικότερο έγγραφο, που είχε και τη μεγαλύτερη επίδραση στην κριτική που ασκήθηκε για τις εγχώριες δραστηριότητες κατασκοπείας του FBI, ήταν ένα εσωτερικό έγγραφο του 1968 που είχε το μυστήριο όνομα «COINTELPRO».Η σημασία της λέξης δεν έγινε κατανοητή ούτε από τους διαρρήκτες, ούτε από τους δημοσιογράφους που δημοσίευσαν τα έγγραφα. Και παρέμεινε έτσι μέχρι που ο ρεπόρτερ του NBC News Kαρλ Στερν, αρκετά χρόνια αργότερα και έχοντας στα χέρια του περισσότερα πια έγγραφα, αποκάλυψε ότι επρόκειτο για συντομογραφία. Σήμαινε: «Πρόγραμμα Αντικατασκοπείας».
Από το 1956 το FBI πραγματοποιούσε μια συνεχώς κλιμακούμενη εκστρατεία κατασκοπείας ακτιβιστών πολιτικών δικαιωμάτων, ηγετών πολιτικών ομάδων και «ύποπτων» κομμουνιστών. Στόχος δεν ήταν μόνο το «φακέλωμα» των ομάδων αλλά και η διάσπασή τους. Μεταξύ των θλιβερών αποκαλύψεων υπήρχε μια ανώνυμη επιστολή εκβιασμού του FBI προς τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τον απειλούσαν ότι αν δεν αυτοκτονούσε θα αποκάλυπταν τις εξωσυζυγικές του σχέσεις.
«Δεν επρόκειτο απλώς για κατασκοπεία. Το COINTELPRO ήταν ένα ‘όπλο’ που κατέστρεφε τη ζωή και τη φήμη του εκάστοτε προσώπου» τονίζει ο Λοχ Τζόνσον, καθηγητής Δημοσίων και Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου της Τζόρτζια και βοηθός του γερουσιαστή των Δημοκρατών του Αϊντάχο, Φρανκ Τσαρτς.
Έρευνα που διενεργήθηκε από το γερουσιαστής Τσαρτς, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αποκάλυψε ακόμα περισσότερες παραβιάσεις του FBI, υποχρεώνοντας το Κογκρέσο σε στενότερη εποπτεία της υπηρεσίας αλλά και άλλων ανάλογων υπηρεσιών. Η τελική έκθεση του Τσαρτς για την εγχώρια παρακολούθηση, ήταν ευθύς. «Πάρα πολλοί άνθρωποι παρακολουθούνται από πάρα πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες και πάρα πολλές πληροφορίες για αυτούς έχουν συγκεντρωθεί» ανέφερε η έκθεση.
Με άδεια χέρια το FBI
Μέχρι να δημοσιευθεί η εν λόγω έκθεση, ο Χούβερ ήταν ήδη νεκρός και η αυτοκρατορία που είχε χτίσει στο FBI διαλυόταν. Οι 200 πράκτορες στους οποίους είχε ανατεθεί την υπόθεση των κλεμμένων του 1943 γύρισαν με άδεια χέρια και το FBI αναγκάστηκε να κλείσει την υπόθεση το 1946. Πριν αυτό συμβεί, μόνο ένας εκ των οκτώ διαρρηκτών ήταν στη λίστα υπόπτων της υπηρεσίας.
«Μια σειρά γεγονότων στη διάρκεια εκείνης της εποχής συμπεριλαμβανομένης της διάρρηξης των γραφείων της υπηρεσίας, συνέβαλε σε αλλαγές στο τρόπο με τον οποίο το FBI εντόπισε και αντιμετώπισε εγχώριες απειλές» δήλωσε στη NYT ο εκπρόσωπος του FBI, Μάϊκλ Κόρταν.
Μετά το πέρας της αποστολής τους, και όσο οι έρευνες του FBI προχωρούσαν, οι οκτώ δεν συναντήθηκαν ως ομάδα ξανά. Ο καθηγητής Ντάβιντον πέθανε στα τέλη του περασμένου έτους από επιπλοκές της νόσου πάρκινσον. Ο ίδιος πριν το θάνατο του είχε προγραμματίσει να μιλήσει δημοσίως για το ρόλο του στη διάρρηξη, ενώ τρεις από τους διαρρήκτες επέλεξαν να παραμείνουν ανώνυμοι.
Αυτοί που επέλεξαν να αποκαλυφθούν, ο Κέϊθ Φόρσιθ, το ζεύγος Ρέινς και ένας ακόμη άντρας που ονομάζεται Μπομπ Γουίλιαμσον ανησυχούν για τις επιπτώσεις που θα έχει η απόφασή τους. Ωστόσο, όπως υποστήριξαν, αισθάνθηκαν μια συγγένεια προς τον Έντουαρντ Σνόουντεν στου οποίου τις αποκαλύψεις βρήκαν στήριγμα για τις δικές τους.
Πιστεύουν ότι κάποιοι θα τους επικρίνουν. «Μοιάζουμε με απερίσκεπτους ανθρώπους» δηλώνει ο Τζον Ρέινς «αλλά δεν υπήρξε κανείς στην Ουάσιγκτον - γερουσιαστής, βουλευτής ακόμη και ο πρόεδρος - που να τόλμησε να περιορίσει τον Χούβερ». «Έγινε αρκετά προφανές σε εμάς. Αν δεν το κάνουμε εμείς, δεν θα το κάνει κανείς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου