Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Ναζίμ Χικμέτ: «Είμαι κομμουνιστής / Είμαι η αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια». Δεν νοείται όραμα χωρίς αγάπη, δεν νοείται επανάσταση χωρίς έρωτα.


Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ :

Στα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ δεν υπάρχουν νοήματα που πρέπει να ανακαλύψεις πίσω από τις γραμμές. Οι λέξεις είναι απλές, στέκονται εκεί μπροστά και βροντοφωνάζουν την αλήθεια τους.

Έχοντας βαθιά συναίσθηση της ευθύνης του ποιητή απέναντι στην εποχή του, μιλά για την ελευθερία, για τους αγώνες του ανθρώπου, για την ομορφιά.
Θα καταφέρει να κάνει την τουρκική ποίηση να ακουστεί σε όλο τον κόσμο και θα προσθέσει το όνομά του στην μακροσκελή αλυσίδα των ποιητών της Ανατολής, που πλήρωσαν τη ρωμαλέα φωνή τους με φυλακίσεις, εξορίες ή θάνατο.

Σε μία χώρα, που παρά το δημοκρατικό της μανδύα παρέμενε ακόμα μισοφεουδαρχική, ο Ναζίμ Χικμέτ ζει τις μεγάλες αλλαγές των αρχών του 20ού αιώνα και συνεπαίρνεται από τα ιδανικά της εποχής του. Συγχρωτίζεται με τα λαϊκά στρώματα της Τουρκίας, την εργατική τάξη, που μόλις γεννιέται, και τους ξεκληρισμένους αγρότες.
Συνταράσσεται από την κοινωνική αδικία και τις πολιτικές αυθαιρεσίες. «Μια θρησκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο: η δουλειά του εργάτη», αυτή είναι η θέση του, παρά την αριστοκρατική του καταγωγή. Ο κόσμος γι’ αυτόν είναι ένα ενιαίο σύνολο, η ποίησή του δεν γνωρίζει τάξεις, φυλές, εποχές , είναι το όπλο του στο διαχρονικό αγώνα της ανθρωπότητας για έναν καλύτερο κόσμο. «Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι / Οι άνθρωποι που ποτέ δεν θα χεις δει το πρόσωπό τους».

Για τον Ναζίμ Χικμέτ, η τέχνη πρέπει να συμμετέχει στον επαναστατικό αγώνα, να αφυπνίζει συνειδήσεις. Ο ίδιος γράφει συνέχεια και δημοσιεύει σε έντυπα και περιοδικά ή γυρνάει την πόλη απαγγέλλοντας ποιήματα. Καταγγέλλει τη στενή σχέση φασισμού, καπιταλιστικών συμφερόντων και πολέμου, γράφει για τις απεργίες, για την επανάσταση στη Κούβα, για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία. Μέσα από τους στίχους του, μιλάει η ίδια η Επανάσταση, γίνεται ο άγνωστος που φωνάζει «No passaran στις πύλες της Μαδρίτης», το 7χρονο κορίτσι που πεθαίνει στη Χιροσίμα, είναι στην Καλκούτα «ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίζει», είναι ο φυλακισμένος σε οποιαδήποτε χώρα, οποιαδήποτε ώρα, που ποθεί την αγαπημένη του και γράφει πίσω από τα κάγκελα τα πιο ερωτικά πολιτικά γράμματα.

Μαζεύει καταδίκες, 61 χρόνια και μία σε θάνατο, μπαινοβγαίνει στις φυλακές, αλλά δεν σωπαίνει: «Το χειρότερο είναι να κουβαλάει ο άνθρωπος τη φυλακή μέσα του». Εκτίει τελικά 13 χρόνια και μετά από απεργίες πείνας και το ξέσπασμα ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης για την απελευθέρωσή του αποφυλακίζεται.

Θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, θα ζήσει στη Μόσχα, θα βρίσκεται στην τιμητική φρουρά πίσω από την σορό του Λένιν. Θα γίνει φίλος με τον Αλέξη Πάρνη, τον Γάννη Ρίτσο και θα εκφράσει τον φιλελληνισμό του με κάθε τρόπο. Θα είναι η μόνη τουρκική φωνή, που παίρνει θέση υπέρ των Ελληνοκυπρίων, καλώντας τους Τουρκοκύπριους να ενωθούν με τους Έλληνες για την απαλλαγή της Κύπρου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Στέλνει ραδιοφωνικό μήνυμα στους Έλληνες κατά τη διάρκεια της δίκης του Μπελογιάννη, τους αποκαλεί «φίλους και αδέλφια της ψυχής μου».

Μιλάει για την αληθινή σχέση των δυο χωρών, για την Ελλάδα αυτών που υποφέρουν στις φυλακές, για την Τουρκία αυτών «που σαπίζουν στα μπουντρούμια». Ο κόσμος του δεν γνωρίζει σύνορα, πατρίδα του είναι όλη η γη και ό,τι συμβαίνει πάνω της τον αφορά. «Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται, γιατρέ, δω πέρα / Η άλλη μίση / στην Κίνα βρίσκεται / Με τη στρατιά / που κατεβαίνει το Κίτρινο Ποτάμι / Κι ύστερα, να, γιατρέ, / την πάσα αυγή / Την πάσα αυγή, γιατρέ, / με τα χαράματα / Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται».

Το έργο του Ναζίμ  Χικμέτ περιλαμβάνει ποίηση, θέατρο, άρθρα, δημοσιογραφία, κινηματογράφο, στο κέντρο του όμως πάντα θα βρούμε τον άνθρωπο και ό,τι σπουδαίο μπορεί να γεννηθεί από αυτόν. Οι πεποιθήσεις του είναι σαφέστατες: «Είμαι κομμουνιστής / Είμαι η αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια». Είναι όμως απολύτως ξεκάθαρο τι εννοεί με την πολιτική του στάση: δεν νοείται όραμα χωρίς αγάπη, δεν νοείται επανάσταση χωρίς έρωτα.

Ο Ναζίμ είναι ένας ασίκης, ερωτευμένος με τη ζωή, με τα τραγούδια των ανθρώπων. Ο λαός τον σέβεται, η εξουσία τον φοβάται, έτσι ακριβώς όπως θέλει η μακραίωνη παράδοση της Ανατολής. Κι αυτός, τόσο στους θαυμαστές του όσο και στους χαφιέδες που τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε, είχε ήδη την απάντηση : «Αν δεν καώ εγώ / αν δεν καείς εσύ / αν δεν καούμε εμείς / πώς θα γενούνε / τα σκοτάδια / λάμψη;».

Πηγή: Μαριάνθη Μακροπούλου – Hot Doc και

Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου