Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Τι απάντησε ο Πικάσο στον δικτάτορα Φράνκο, όταν του ζήτησε να εκτεθεί η Γκερνίκα στην Ισπανία


Τι απάντησε ο Πικάσο στον δικτάτορα Φράνκο, όταν του ζήτησε να εκτεθεί η Γκερνίκα στην Ισπανία - Media
«Είμαι ένας πίνακας. Ένας πίνακας ζωγραφικής. Δεν έχω φωνή, αλλά κραυγάζω. Ουρλιάζω. Κάθε φορά που με κοιτούν, ντρέπομαι για τη φρίκη που αντιπροσωπεύω, για τον θάνατο που δείχνω. Βυσσοδομώ θάνατο αθώων. Είμαι ο ίδιος φτιαγμένος από θάνατο. Αν ήμουν άνθρωπος, θα είχα πνιγεί στο αίμα μου. Δεν είμαι όμως. Είμαι η Γκερνίκα του Πάμπλο»
 
1968, χωριό Mougins, 6,7 χιλιόμετρα βόρεια των Καννών
Η εκπληκτική πέτρινη κατοικία των 35 δωματίων ήταν χωμένη στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στα πεύκα. Πήρε το όνομά της από ένα παρεκκλήσι που βρίσκεται δίπλα στον βόρειο τοίχο της, το Notre Dame de Vie. Είχε έναν μεγάλο κήπο γεμάτο με «κυπριακά φυτά» να την πλαισιώνει και μια μακρόστενη πισίνα στο κέντρο. Στην μεγάλη, βαριά, πράσινη ξύλινη εξώθυρα, που ήταν όλες τις ώρες ανοιχτή, υπήρχε ένα κουδούνι. Το όνομα του ιδιοκτήτη της κατοικίας, που έμενε αλλά και εργαζόταν εκεί τα τελευταία επτά χρόνια, δεν χωρούσε να γραφτεί επάνω στο κουδούνι. Πώς θα γινόταν άλλωστε κάποιος να γράψει ολόκληρο το Pablo Diego José Francisco de Paula Juan Nepomuceno María de los Remedios Cipriano de la Santísima Trinidad Ruiz y Picasso. Στο κουδούνι έγραφε απλά: Picasso. 
 
Το μαύρο αυτοκίνητο της ισπανικής πρεσβείας σταμάτησε στην εξώθυρα και ο ίδιος ο πρέσβης με τη συνοδεία του κατέβηκε και πέρασε την πράσινη πόρτα. Περπάτησε γρήγορα στο στρωμένο με πλακάκια δρομάκι που οδηγούσε στην κατοικία. Οι ακακίες δεξιά και αριστερά σχημάτιζαν μια καταπράσινη αψίδα που δεν άφηνε τον ήλιο να περάσει.
Ο Ισπανός πρέσβης έφτασε στο κυρίως οίκημα και από ‘κεί στο πίσω μέρος, το οποίο ο ιδιοκτήτης του είχε μετατρέψει σε εργαστήριο. Χτύπησε την ανοιχτή πόρτα και με κάθε επισημότητα μπήκε μέσα. 
Στον ηλικιωμένο φαλακρό άνδρα, που ήταν ντυμένος με μια λερωμένη τζιν φόρμα, γεμάτος σκόνη και κάτι σκάλιζε σε ένα γλυπτό, παρέδωσε έναν σφραγισμένο φάκελο με το εθνόσημο της Αυτού Εξοχότητας και την υπογραφή του ιδίου του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Χαιρέτησε ευγενικά με μια ελαφριά υπόκλιση και στη συνέχεια έφυγε από τον ίδιο δρόμο από τον οποίο είχε έρθει. Ο άνδρας σκούπισε τα χέρια του στη φόρμα του και άνοιξε τον φάκελο. Τον διάβασε με μορφασμούς αηδίας, λες και έπιανε ακαθαρσίες. Ύστερα τον έσκισε και κάθισε ξέπνοος σε μια ξύλινη καρέκλα.
 
Την επόμενη μέρα κατέβηκε στο χωριό και έστειλε με το ταχυδρομείο την απάντησή του στον δικτάτορα στρατηγό που ήταν επικεφαλής του ισπανικού κράτους. Η επιστολή έγραφε, δίχως τυπικότητες: 
«Μου ζητάς να επιτρέψω να εκτεθεί στην Ισπανία ο πίνακάς μου. Μου ζητάς να δώσω εντολή στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης να στείλουν την “Γκερνίκα” εκεί. Φυσικά και θα τη δώσω. Φυσικά και ο πίνακας θα επιστρέψει στην Ισπανία όπου ανήκει. Όταν όμως εσύ θα είσαι νεκρός και θα μας έχεις απαλλάξει από την άθλια ύπαρξή σου. 
Πάμπλο Πικάσο».
 
Πόλη της Γκερνίκα, Βασκονία, 10 Απριλίου 1937
Εάν κάποιος έπιανε από τη μύτη τον 28χρονο απεσταλμένο των λονδρέζικων «Times» και των «New York Times» Τζορτζ Στιρ, εκείνος θα έσκαζε ηχηρά. Την ώρα που ολόκληρη η νότια Ισπανία καιγόταν από τις φλόγες του εμφυλίου, κάποιοι εξυπνάκηδες αρχισυντάκτες, από τα γραφεία τους, τον έστειλαν να καλύψει στο βόρειο τμήμα, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, τις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας στη χώρα των Βάσκων. Οι άλλοι απεσταλμένοι συνάδελφοί του βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή με τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα τους και εκείνος καθόταν και περίμενε την... Ιερή Βελανιδιά να του μιλήσει. 
 
Ο Στιρ έμοιαζε σαν αγρίμι στο κλουβί του. «Μα τι στο διάβολο κάνω εδώ; Τουλάχιστον δεν μπορούσαν να με στείλουν στο Μπιλμπάο που είναι και μια μεγάλη πόλη;» σκεφτόταν από το καφέ όπου καθόταν και παρατηρούσε τον κόσμο να περνάει από μπροστά του. Άνοιξε ένα φλασκί με κονιάκ που είχε στην τσέπη της καμπαρτίνας του και έριξε μια γερή ποσότητα στον καφέ του.
Ξεδίπλωσε την εφημερίδα του για να διαβάσει τα νέα, αλλά δεν είχε μυαλό να συγκεντρωθεί. Μόλις είχε στείλει την τελευταία του ανταπόκριση για τις εκλογές των Βάσκων: 
 
«Σε ολόκληρη τη Βασκονία η σημαία της Ισπανίας αντικαταστάθηκε από την ikkurina, την τρίχρωμη σημαία των Βάσκων. Την κόκκινη, πράσινη και λευκή.
Η επίσημη εγκαθίδρυση της βασκικής κυβέρνησης με lehendakari, πρόεδρο δηλαδή, τον Jose Antonio Aguirre, αποφασίστηκε σε μια συνάντηση των δημοτικών αντιπροσώπων. Όλα έγιναν με τον παραδοσιακό τρόπο που εκατοντάδες χρόνια τώρα έχουν οι Βάσκοι για να εκλέγουν τους ηγέτες τους. Συγκεντρώθηκαν κάτω από την Ιερή Βελανιδιά, στο κέντρο της πόλης της Γκερνίκα, και ορκίστηκαν. 
Οι Βάσκοι είναι ένας περίεργος λαός. Βρίσκονται πιστά στο πλευρό των δημοκρατικών, αλλά οι κοινωνικές και θρησκευτικές τους συμπεριφορές μοιάζουν με εκείνες των εθνικιστών. Οι Βάσκοι προσδοκούν νίκη της δημοκρατίας που θα τους χαρίσει την αυτονομία τους. Στην κυβέρνηση των Βάσκων έχουν εκλεγεί από συντηρητικοί μέχρι και κομμουνιστές. Είναι αξιομνημόνευτο το γεγονός πως οι αναρχικοί, που είναι πρώτη δύναμη στο San Sebastian και σε όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές, όπως το Zarautz, το Debba, το Ondaroa, το Getaria κ.ά., αρνήθηκαν οποιονδήποτε υπουργικό θώκο στην κυβέρνηση...».
Αεροπορική βάση εθνικιστών, βορειοκεντρική Ισπανία, πόλη Soria, 22 Απριλίου 1937
Ο αντισμήναρχος της Luftwaffe, Wolfram von Richthofen, της γερμανικής λεγεώνας Κόνδωρ, μόλις είχε σηκωθεί και είχε ανάψει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Ήπιε μια γουλιά από τον αχνιστό καφέ του και περπάτησε με αργά βήματα προς τον χωματένιο διάδρομο απογείωσης. Δεξιά και αριστερά του σε γραμμή «αναπαύονταν» δεκάδες βομβαρδιστικά αεροπλάνα τύπου Heinkel He 111, Dornier Do 17 και Junkers Ju 52. 
Ήταν κακόκεφος ως συνήθως. Ήθελε απεγνωσμένα το όνομά του να γραφτεί με χρυσά γράμματα στο πάνθεον της γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Όπως ακριβώς το όνομα του ξαδέρφου του. Του Manfred von Richthofen, του ήρωα των αιθέρων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του «κόκκινου βαρόνου». Δεν άντεχε πλέον να ζει στη σκιά του. Η διάθεσή του άλλαξε όταν η ορντινάντσα του έφτασε ασθμαίνοντας και του παρέδωσε ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα από το Βερολίνο. Το διάβασε και μόνο που δεν έκλαψε από χαρά. Τον διέταζαν να βομβαρδίσει μια μικρή πόλη βόρεια της βάσης που βρισκόταν. Ο ίδιος ο στρατηγός Φράνκο είχε παρακαλέσει τον Αδόλφο Χίτλερ για το χτύπημα αυτό. Ο αντισμήναρχος θα ήταν όχι μόνο ο σχεδιαστής της επίθεσης, αλλά και ο επικεφαλής. Η ώρα να γραφτεί και το δικό του όνομα στην Ιστορία είχε φτάσει. 
 
Επί τρεις ημέρες ο Wolfram δεν βγήκε από το γραφείο εκστρατείας μέσα στη βάση όπου διέμενε. Με τους επιτελείς του σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση. Θα χρησιμοποιούσε όλα τα βομβαρδιστικά που είχε στη διάθεση του, μαζί με κάποιες ιταλικές δυνάμεις. 
Το σχέδιό του ήταν τέλειο σε σύλληψη. Εξάλλου θα βομβάρδιζε μια ανοχύρωτη πόλη 7.000 κατοίκων δίχως αντιαεροπορική κάλυψη. Η επίθεση θα γινόταν με βόμβες υψηλής εκρηκτικότητας των 250 κιλών και με εμπρηστικές βόμβες των 50 κιλών. Το κάθε ένα από τα 24 βομβαρδιστικά του θα μετέφερε 22 τόνους πυρομαχικά, τα οποία θα άδειαζε επάνω από την πόλη. Η επίθεση θα γινόταν τη Δευτέρα 26 του μηνός. Οι πληροφορίες του έλεγαν πως κάθε Δευτέρα μετά το μεσημέρι, στην πόλη αυτή, γινόταν μια μεγάλη λαϊκή αγορά. Οι δρόμοι έσφυζαν από κόσμο και από αγρότες από τα γύρω χωριά που θα πουλούσαν τα ζαρζαβατικά τους. Η επίθεση θα γινόταν σε πέντε επαναλαμβανόμενα κύματα και θα είχε τη μορφή του «χαλιού», θα απλωνόταν δηλαδή περιμετρικά. Η επιχείρηση είχε το όνομα «Επίπληξη». Ο στόχος είχε το όνομα Γκερνίκα. 
 
Δευτέρα 26 Απριλίου 1937. Κεντρική λαϊκή αγορά, Γκερνίκα, 16.30 
Ο Τζορτζ Στιρ είχε εξαιρετικά καλή διάθεση. Λίγη ώρα νωρίτερα τον είχαν ενημερώσει από την εφημερίδα του ότι την επομένη θα έφευγε από την πόλη και θα πήγαινε να καλύψει το μέτωπο της Βαρκελώνης. Εκεί κομμουνιστές, τροτσκιστές και αναρχικοί, ενώ είχαν τον έλεγχο της πόλης, τρωγόντουσαν μεταξύ τους. 
Στάθηκε μπροστά από έναν πάγκο με μήλα και με τα δάχτυλά του πίεζε τα φρούτα για να δει πόσο σκληρά ήταν. Σε σπαστά βασκικά και μισά ισπανικά ρωτούσε τον ηλικιωμένο παραγωγό για την τιμή τους. Με την άκρη του ματιού του είδε μια μητέρα στον διπλανό πάγκο με τα πορτοκάλια. Στην αγκαλιά της είχε ένα μωρό, όχι μεγαλύτερο από ενός έτους. Το άλλο της παιδί, ένας μπόμπιρας έξι ετών, της τραβούσε επίμονα το φουστάνι και της ζητούσε μήλα. Ο Στιρ χαμογέλασε. Έπιασε ένα μήλο και το πρόσφερε στον μικρούλη. 
 
Την ίδια στιγμή ένα επίμονο βουητό, το οποίο άκουγε για ώρα αλλά δεν του είχε δώσει σημασία, έγινε δυνατότερο. Ο ήλιος χάθηκε από τον απογευματινό ουρανό και στο έδαφος εμφανίζονταν με μεγάλη ταχύτητα σκιές από αεροπλάνα. Κοίταξε ψηλά να δει τι γινόταν. Σχεδόν αμέσως έγινε η πρώτη έκρηξη. Μια βόμβα έσκασε δίπλα του. Σαν κάποιο χέρι να τον σήκωσε με βία και να τον πέταξε μέτρα μακριά. Τα αυτιά του σφύριζαν. Άκουγε από μακριά κραυγές και ουρλιαχτά. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν τον άμαχο πληθυσμό. Εκατοντάδες βόμβες έσκαζαν δεξιά κι αριστερά του. Καπνοί, σκόνες και μικρά χαλίκια έμπαιναν στα μάτια του, που είχαν κοκκινίσει. Έκανε να τρέξει σε ένα χωράφι πίσω από την αγορά για να σωθεί. Δεν το κατάφερε. Στάθηκε κοκαλωμένος στη μέση της αγοράς. Οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα του. Έκλεισε τα αυτιά του που είχαν ματώσει και ούρλιαζε σαν παιδί. Ένας ανείπωτος τρόμος τον είχε παραλύσει. 
 
Βόμβες λευκού φωσφόρου έπεσαν σε ένα κοπάδι αγελάδες. Τα ζωντανά μούγκριζαν από τον πόνο και έτρεξαν φλεγόμενα προς την αγορά. Παρέσυραν και πάτησαν άγρια τους ανθρώπους. Στη συνέχεια, με το δέρμα τους να αχνίζει, έπεφταν νεκρά επάνω στους πάγκους. 
Με κόπο κατάφερε να βγει από τον συνωστισμό της αγοράς. Νόμιζε ότι είχε γλιτώσει. Έτρεξε δεξιά για να πάει κάπου κεντρικά. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν να έρχονται ανά κύματα και να αδειάζουν το φορτίο του θανάτου. Ολόκληρη η πόλη καιγόταν. Τα χαμηλά κτήρια, σπίτια από πέτρα, έπεφταν με εκκωφαντικό κρότο. Γύρισε πίσω. Η αγορά είχε αδειάσει. Δεκάδες πτώματα σε αφύσικες στάσεις είχαν σχηματίσει ένα χαλί. Εντόπισε τη μάνα που είχε δει λίγο πριν στους πάγκους. Στη ματωμένη αγκαλιά της κρατούσε το μωράκι της. Το μωρό ήταν ακέφαλο. Ένα πυρακτωμένο μικρό θραύσμα, λίγο μεγαλύτερο από μπιζέλι, του είχε κόψει το λαιμό. Ημίτρελη εκλιπαρούσε για βοήθεια. Δίπλα σε έναν βαθύ κρατήρα είδε ένα παιδικό χεράκι να εξέχει από τα χώματα. Βαστούσε ακόμη ένα μήλο. 
Ο Στιρ ένιωθε να χάνει τα λογικά του. Οι βόμβες συνέχιζαν να πέφτουν μανιασμένα. Κάποια αεροπλάνα πετούσαν χαμηλότερα και πυροβολούσαν αδιάκριτα τον κόσμο. Είχε γεμίσει αίματα αγνώστων. Τα ένιωθε ακόμη καυτά επάνω του. 
Η πόλη, από τη μια άκρη έως την άλλη, είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν να «στρώνουν το χαλί τους». Δίπλα στα χαλάσματα μικρά παιδάκια, μαύρα από τους καπνούς, κάθονταν ζαλισμένα και φώναζαν κάποιο όνομα. Ο Στιρ έτρεξε προς την Ιερή Βελανιδιά στο κέντρο της πόλης. Σε μια γωνία είδε έναν ιερέα όρθιο. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του σκισμένα, κάπνιζαν ακόμη. Μια ομάδα ανθρώπων είχε γονατίσει μπροστά του. «Πάτερ, τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Ο ιερέας δεν μίλησε. Απλά έδειξε με το τρεμάμενο δάχτυλό του την πόλη. «Aviones... bombas... mucho, mucho» ψέλλισε και λιποθύμησε. 
 
Ο Στιρ τον προσπέρασε. Στην αρχή της Urkieta kalea είδε μια ομάδα Βάσκων πολιτοφυλάκων να μαζεύουν καρβουνιασμένα πτώματα και να τα στοιβάζουν σε ένα κάρο. Έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. Οι βόμβες δεν είχαν σταματήσει λεπτό να πέφτουν. Τα ερείπια σχημάτιζαν τεράστιους σωρούς. Δεν μπορούσε να διασχίσει εύκολα τα δρομάκια. Τα κτήρια καίγονταν και σχημάτιζαν πύρινους τοίχους. Κανείς δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας είχε νοτίσει τον αέρα και είχε ποτίσει το χώμα. Θαμπές μορφές ανθρώπων οδύρονταν και κουνούσαν το σώμα τους μπρος - πίσω επάνω από τα πτώματα των συγγενών τους. Οι πύλες τις κολάσεως είχαν ανοίξει εκεί στη μικρή πόλη της Βασκονίας. 
Στις 19.02 οι Γερμανοί πιλότοι των βομβαρδιστικών άκουσαν στα αυτιά τους από τον ασύρματο την εντολή να επιστρέψουν στη βάση τους. Το έργο τους είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Οι φωτιές στην πόλη θα έσβηναν έπειτα από πέντε ημέρες. Δεν είχαν τι άλλο να κάψουν. Οι νεκροί έφτασαν τους 1.650. Όλοι άμαχοι. 
 
Κέντρο Τύπου, δημαρχείο Γκερνίκα, 26 Απριλίου 1937, 23.30
Ο Στιρ διέσχισε σαν ζωντανός νεκρός την πόλη. Το σακάκι του είχε καεί και το πουκάμισό του ήταν κατακόκκινο από τα αίματα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του κτηρίου και μπήκε στο κέντρο Τύπου. Ήταν μόνος. «Χρειάζομαι μια γραμμή για Νέα Υόρκη» ψέλλισε στην υπάλληλο. Έκλαιγε. Είχε δει τόσο πόνο, είχε μέσα του απίστευτη οργή. Μπήκε μέσα στον ξύλινο θάλαμο όπου έμπαιναν οι δημοσιογράφοι για να υπαγορεύσουν τις ανταποκρίσεις τους. Η ησυχία έκανε τα πόδια του να λυγίσουν. 
Ξεδίπλωσε κάποιες πρόχειρα γραμμένες, βρώμικες σελίδες. Το φωτάκι έξω από τον κλωβό έγινε πράσινο. Μιλούσε με τον αρχισυντάκτη του στη Νέα Υόρκη: «Τζορτζ, με ακούς; Σου έχω την κωλο-ιστορία που θες για τον πόλεμο. Καρφί δεν μου καίγεται εάν θα βάλεις το όνομά μου. Σημείωνε μόνο αυτά που θα σου πω. Αυτό το ρεπορτάζ πρέπει να τυπωθεί σήμερα κιόλας. Έτοιμος; Γράφε: “Μια πολύ μικρή πόλη στη βόρεια Ισπανία πρόκειται να γίνει πολύ διάσημη, αλλά για όλους τους λάθος λόγους...”».
 
Η Λεγεώνα Κόνδωρ είχε ενεργό συμμετοχή στον πόλεμο που ακολούθησε. Ισοπέδωσε τη Βαρσοβία, βομβάρδισε τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Στάλινγκραντ. Εκεί βρήκε τη Νέμεσή της. 
 
Ο Φράνκο ουδέποτε αρνήθηκε τον βομβαρδισμό. Κατηγόρησε όμως θρασύδειλα, όπως κάνουν όλοι οι φασίστες, εκείνους τους συγκλονισμένους άστεγους ανθρώπους ως ψεύτες. «Η Γκερνίκα πυρπολήθηκε εκ προθέσεως από τους κομμουνιστές» είπε. 
 
Η ανταπόκριση του Στιρ ενέπνευσε τον Πικάσο να δημιουργήσει το αριστούργημά του.
 
Στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, όταν η Γαλλία βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή, ένας Γερμανός αξιωματούχος πλησίασε τον ζωγράφο και με θαυμασμό κοίταξε τον πίνακα. «Δικό σας έργο;» τον ρώτησε. «Όχι, δικό σας» ήταν η απάντηση του Ισπανού.
 
Ο Στιρ πέθανε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1944 στη ζούγκλα της Μπούρμα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Γκερνίκα και στο Μπιλμπάο τον τιμούν και έχουν δώσει το όνομά του σε δρόμους. 
Η Ιερή Βελανιδιά των Βάσκων, η Gernikako Arbola, έμεινε άθικτη από τον βομβαρδισμό. Συνεχίζει να στέκεται στο κέντρο της πόλης από το 1858...

Από ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου