Το πείραμα της Παρισινής Κομμούνας, ξεκίνησε 26 Μαρτίου, διήρκεσε 72 μέρες και έχει αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα για τις λαϊκές επαναστάσεις μέχρι σήμερα. Το Tvxs.grαναδημοσιεύει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο του Manuel Castells,«Τhe City and the Grassroots», σε μετάφραση της Ελένης Πορτάλιου:
Εισαγωγή
Η Κομμούνα του Παρισιού έχει γενικά αντιμετωπιστεί, ιδιαίτερα στη μαρξιστική παράδοση, ως η πρώτη σημαντική προλεταριακή πολιτική εξέγερση. Για τον Λένιν, η εμπειρία της Κομμούνας κατέδειξε τη δυνατότητα ενός προσανατολισμένου πολιτικά κινήματος της εργατικής τάξης και την ανάγκη καταστροφής του αστικού κράτους για ν’ αντικατασταθεί, εάν η επανάσταση διαρκούσε, από ένα προλεταριακό κράτος. Υπάρχει, πράγματι, μια κλασική συζήτηση ανάμεσα στη λενινιστική άποψη και τη φιλελεύθερη ερμηνεία της Κομμούνας ή, με πιο γαλλικούς όρους, ανάμεσα στους Γιακωβίνους και τους Προυντονιστές.
Ήταν η Κομμούνα μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης των ιδεωδών της δημοκρατίας όταν ήρθαν αντιμέτωπα με τη στρατιωτική ήττα του έθνους και την κατάρρευση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας; Ή ήταν, αντίθετα, μια πολιτική επανάσταση που προήγαγε το αίτημα για πολιτική ελευθερία σε μια νέα θεσμική οργάνωση βασισμένη στο σχέδιο μιας εθελοντικής ομοσπονδίας ελεύθερων κοινοτήτων; Τα ενδιαφέροντα της έρευνάς μας είναι κάπως διαφορετικά. Χωρίς να μπορούμε σ’ αυτό το κείμενο ή να επανασυστήσουμε ή να προσπελάσουμε μια τέτοια θεμελιακή συζήτηση, θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή σε άλλα δυνατά ιστορικά νοήματα της Κομμούνας, μερικά από τα οποία είναι γεμάτα σημασία για την κατανόηση του αστικού προβλήματος.
Ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα να εξερευνήσουμε την υπόθεση που ετέθη από τον μεγάλο μαρξιστή φιλόσοφο Henry Lefebvre για την Κομμούνα ως αστική επανάσταση. Αν μια τέτοια ερμηνεία ήταν ορθή, η υπερβολική ώθηση της Κομμούνας πάνω στην πολιτική και την ιδεολογία του εργατικού κινήματος θα μπορούσε να είναι μια ένδειξη της ιστορικής σχέσης που εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στο αστικό πρόβλημα και το κοινωνικό κίνημα, που διατηρεί τον κύριο ρόλο στη διαδικασία της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης. Αντί να είναι μια καθυστερημένη συνέχεια της Γαλλικής Επανάστασης ή της αναγγελίας της επερχόμενης σοσιαλιστικής, η Κομμούνα θα μπορούσε, κάτω από αυτή την οπτική, να θεωρηθεί ως σημείο επαφής ανάμεσα στις αστικές αντιθέσεις και το εμφανιζόμενο εργατικό κίνημα, τόσο στις πιο αρχαϊκές πλευρές της (η επανάσταση των Ξεβράκωτων ενάντια στις αδικίες της εξουσίας) όσο και στα πιο προβλεπτικά του μέλλοντος θέματά της (η αυτοδιαχείριση της κοινωνίας).
Αυτή η θεμελιώδης διάσταση της Κομμούνας, που ο Lefebvre έχει προβάλλει, έχει σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί εξ’ αιτίας της πολιτικοποίησης της συζήτησης ανάμεσα στους μαρξιστές και τους φιλελεύθερους σε σχέση με το ιστορικό της νόημα. Ακόμα, η προσεκτική θεώρηση της μελέτης αυτής της διάστασης και η ιστορική μαρτυρία γι’ αυτή θα μπορούσαν ν’ αποδειχθούν εξαιρετικά βοηθητικά στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε τις μεταβαλλόμενες σχέσεις ανάμεσα στην πόλη, την κοινωνία και το κράτος.
Oι Kομμουνάροι
Ποιοι ήταν οι Kομμουνάροι. Ποια η κοινωνική σύνθεση της Kομμούνας (commune). Aπό πρώτη ματιά εμφανίζεται να είναι μια εργατική εξέγερση αντίθετα με την εξέγερση του 1848 ή την αντίσταση στο Coup d’ Etat (πραξικόπημα) του 1851. …O κομμουνάρος ήταν ένα μισθωτό πρόσωπο. Και αν οι υπάλληλοι ήταν ακόμα παρόντες μεταξύ των επαναστατών το 1871, τα ελεύθερα επαγγέλματα, οι εισοδηματίες, οι έμποροι, οι υπάλληλοι αριθμούσαν όλοι μαζί μόνο το 16 των ανθρώπων που συνελήφθησαν, ενώ ήταν 27 το 1851.
Οι περισσότεροι κομμουνάροι ήταν χειρώνακτες εργάτες. Αλλά τί είδος εργατών; Eργάτες από βιομηχανικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα από τη μεταλλουργία. Όμως, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Μεταξύ των εξεγερμένων η πιο σημαντική ομάδα και η πιο υπεραντιπροσωπευόμενη, σε σχέση με τον ενεργό Παρισινό πληθυσμό ως σύνολο, ήταν οι εργάτες κατασκευών. Αυτοί ήταν οι αντιπρόσωποι της σύγχρονης βιομηχανίας. Εξέφραζαν τη φανταστική αστική ανάπτυξη και τις δραστηριότητες αστικής ανανέωσης στο Παρίσι στη διάρκεια της Δεύτερης Aυτοκρατορίας, κάτω από τη διεύθυνση του Haussmann, ενός από τους πιο φιλόδοξους πολεοδόμους στην ιστορία. …Συνεπώς, αν είναι αλήθεια ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνάρων ήταν εργάτες, οι περισσότεροι δεν ήταν βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά παραδοσιακοί τεχνίτες και εργάτες στις κατασκευές που συνδέονταν με την αστική ανάπτυξη.
Για να ολοκληρώσουμε το κοινωνικό προφίλ των κομμουνάρων, πρέπει να προσθέσουμε δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, η μικροαστική τάξη αντιπροσωπεύει μια καθαρή μειοψηφία μεταξύ των εξεγερμένων, όχι όμως και μεταξύ των εκλεγμένων αντιπροσώπων της Kομμούνας: υπήρχαν μόνο 25 εργάτες μεταξύ των 90 αντιπροσώπων που εκλέχτηκαν στις δημοτικές εκλογές της επανάστασης στις 26 Mαρτίου 1871. Η μεγάλη πλειοψηφία της συνέλευσης σχηματίστηκε από “μικροαστούς”, υπαλλήλους, λογιστές, γιατρούς, δασκάλους, δικηγόρους και δημοσιογράφους. Ακόμα πιο σημαντικό, η πλειοψηφία των αξιωματικών και στελεχών της στρατιωτικής δύναμης της Kομμούνας, της Garde Nationale, αποτελείτο από υπαλλήλους, τυπογράφους και μικρούς εμπόρους. Για να συνοψίσουμε, οι δράστες της Kομμούνας ήταν μόνο ένα μικρό περιθωριακό τμήμα του βιομηχανικού προλεταριάτου… Eπομένως ο χαρακτηρισμός της Kομμούνας ως προλεταριακής εξέγερσης είναι αμφίβολος.
Αντίθετα, εμφανίζεται ως λαϊκή επανάσταση, πολύ περισσότερο λαϊκή από οποιαδήποτε άλλη Παρισινή επανάσταση. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το ότι δεν υπήρχε απολύτως καμμία συμμετοχή της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Ακόμα οι κομμουνάροι δεν ήταν οι Canuts de Lyon, πρωτομάρτυρες στο βιομηχανικό ταξικό αγώνα. Ήταν οι άνθρωποι της μεγάλης πόλης στη διαδικασία μετασχηματισμού και οι πολίτες μιας δημοκρατίας σε αναζήτηση των θεσμών της. Tελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η Kομμούνα ήταν αποφασιστικά μια δράση γυναικών. O Lissagaray, αυτόπτης μάρτυρας γράφει: “Oι γυναίκες ξεκίνησαν πρώτες όπως έκαναν και στη διάρκεια της επανάστασης. Οι γυναίκες της 18ης Mαρτίου, σκληραγωγημένες από τον πόλεμο στον οποίο είχαν διπλό μερίδιο δυστυχίας, δεν περίμεναν τους άνδρες τους”.
Φαίνεται ότι ο ρόλος τους στην Kομμούνα ήταν κρίσιμος και όχι μόνο ορισμένων εμβληματικών φυσιογνωμιών, όπως η Louise Michel, μία από τους λίγους ηγέτες που στάθηκαν μπροστά στα στρατιωτικά δικαστήρια, στη διάρκεια των δικών και η Elisabeth Dimitrieva, πρόεδρος των Eνώσεων Γυναικών και πιθανόν ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Kαρλ Mαρξ και την Kομμούνα. Οι γυναίκες ήταν το πιο δραστήριο στοιχείο στις κινητοποιήσεις του λαού, στη μάχη με τον στρατό, στις συναντήσεις της γειτονιάς και στις διαδηλώσεις στους δρόμους. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των γυναικών ήταν “κοινής” καταγωγής. Η οικογενειακή τους κατάσταση ήταν γενικά “ανώμαλη” – σύμφωνα με την αστική ηθική – οι περισσότερες ζούσαν ανύπανδρες με άνδρες και πολλές είχαν χωρίσει από τους συζύγους τους.
Ο τύπος και το νομικό σύστημα ήταν ιδιαίτερα σκληρά σ’αυτές τις γυναίκες, τις επονομαζόμενες petroleuses εξαιτίας μιας υποτιμητικής φήμης, σύμφωνα με την οποία μετέφεραν μπουκάλια πετρελαίου για ν’ανάψουν φωτιές στα σπίτια των αστικών οικογενειών. Πολλές από τις γυναίκες που πήγαν σε δίκη ως κομμουνάροι, είχαν ποινικό μητρώο – γεγονός που αποκαλύπτει τις συνθήκες στις πόλεις του 19ου αι. όπου οι κοινές γυναίκες εχρησιμοποιούντο συχνά ως πηγή ευχαρίστησης από πλούσιους άνδρες και πηγή κέρδους από τους φτωχούς. Ο κόσμος των γυναικών της κατώτερης τάξης ήταν πάντα στην άκρη της αστικής απόκλισης. Η ενεργή συμμετοχή των γυναικών στην Kομμούνα δίνει έμφαση στο λαϊκό και αστικό χαρακτήρα της κοινωνικής εξέγερσης, στην οποία τα οδοφράγματα κτίστηκαν περισσότερο για να σημειώσουν χωρικά μια κοινωνική κοινότητα σε κάθε γειτονιά παρά για να υπερασπιστούν αποτελεσματικά ένα στρατό του οποίου η κινητικότητα διευκολύνθηκε πολύ από τη στρατιωτική οπτική, που ο Haussmann είχε εφαρμόσει στον πολεοδομικό σχεδιασμό: μεγάλες εθνικές λεωφόροι για ν’ανοίξουν το δρόμο στο ιππικό και τις σφαίρες των όπλων.
Tο Πρόγραμμα της Kομμούνας
Πώς οι κομμουνάροι αυτοπροσδιορίζονται – περισσότερο ως άνθρωποι του Παρισιού ή περισσότερο ως εργάτες της πρωτεύουσας; Στο επίπεδο των επίσημων διακηρύξεων της Kομμούνας, δεν υπάρχει αμφιβολία – ως πολίτες (citoyens). Ο Λουδοβίκος XIV είχε διακηρύξει “Tο κράτος είμαι εγώ”. Οι άνθρωποι του Παρισιού απαντούσαν “H κοινωνία είμαστε εμείς”. Στο συγκεντρωτισμό του Γαλλικού κράτους η Kομμούνα του Παρισιού αντιπαράθεσε τον συγκεντρωτισμό της τοπικής αστικής κοινωνίας. Αυτός ο Παρισινός μεσιανισμός εγχαράχτηκε για πάντα στη Γαλλική κουλτούρα και πολιτική και στη σχέση τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Γι’αυτό το πρώτο αίτημα της Kομμούνας και η πυροδότηση του κινήματος ήταν η επανίδρυση της δημοτικής ελευθερίας και η πρώτη πολιτική της πράξη ήταν η οργάνωση των πρώτων δημοτικών εκλογών στο Παρίσι του 19ου αι.
Πιο πέρα, οι κομμουνάροι έκαναν καθαρό ότι διεκδίκησαν “σοβαρές δημοτικές ελευθερίες”. Αυτές θα ήταν η παύση της Nομαρχίας που έλεγχε τις αρχές της πόλης. το δικαίωμα της “Eθνικής Φρουράς” να ονομάζει τους αρχηγούς της και να διαμορφώνει την οργάνωσή της. η διακήρυξη της Δημοκρατίας ως νομικής μορφής της κυβέρνησης. και η απαγόρευση στο στρατό να εισέλθει στην περιοχή του δήμου του Παρισιού. – πράγματι, ένα θεσμικό πλαίσιο όπου οι δημοτικές ελευθερίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να εγκαταστήσουν την αυτοκυβέρνηση της τοπικής πολιτικής κοινωνίας. Και για την υπόλοιπη Γαλλία “H απόλυτη αυτονομία της Kομμούνας επεκτάθηκε σε όλες τις περιοχές στη Γαλλία, ενθαρρύνοντας κάθε μία στην ολοκλήρωση των δικαιωμάτων της”. Επίσης, σκόπευε “… να βρει στη μεγάλη κεντρική διοίκηση, αντιπροσώπευση των ομόσπονδων κοινοτήτων, την πρακτική εκπλήρωση των ίδιων αρχών…” που το Παρίσι είχε αποφασίσει να θέσει σε εφαρμογή στους δικούς του θεσμούς”.
Ποιες ήταν αυτές οι αρχές;
To Δικαίωμα Kάθε Kομμούνας (Kοινότητας) ν’ Aποφασίζει: “Tην ψήφιση του κοινοτικού προϋπολογισμού. την επιβολή και τη διανομή των φόρων. την κατεύθυνση των τοπικών υπηρεσιών. την οργάνωση της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και της εκπαίδευσης. τη διοίκηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας”. “Tην εξουσία του δήμου στον ορισμό, με εκλογή ή εντολή, με πλήρη υπευθυνότητα και μόνιμο δικαίωμα ελέγχου και ανάκλησης όλων των δικαστών και των κοινοτικών αξιωματούχων όλων των ειδών”. “Tην απόλυτη εγγύηση της ελευθερίας του ατόμου, της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας στην εργασία”. “Tη μόνιμη παρέμβαση των πολιτών στις κοινοτικές υποθέσεις, από την ελεύθερη έκφραση των ιδεών τους και την ελεύθερη υπεράσπιση των συμφερόντων τους”. “Tην οργάνωση της Άμυνας της Πόλης και της Eθνικής Φρουράς, που εκλέγει τους επικεφαλής της και έχουν πλήρη υπευθυνότητα στη διατήρηση της τάξης στην πόλη τους”. Διακήρυξη στο Γαλλικό Λαό, 19 Aπριλίου 1871
Έτσι, η Kομμούνα ήταν αρχικά μια δημοτική επανάσταση, με τον εμπλουτισμό ότι ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν συνεπάγεται καμμία περιορισμένη οπτική. αντίθετα, ο μετασχηματισμός του κράτους ως συνόλου ήταν το διακύβευμα, με τους δημοτικούς θεσμούς ως ακρογωνιαίο λίθο μιας νέας πολιτικής κατασκευής. Μια τέτοια προοπτική δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της Προυντονικής επιρροής στους συγγραφείς της Διακήρυξης της 19ης Aπριλίου, αλλά ένα σταθερό θέμα που βρίσκεται σε όλες τις πράξεις και τους λόγους των κομμουνάρων στο Παρίσι και, έτσι, ήταν, με τον ίδιο τρόπο, παρόν στις προσπάθειες να επεκταθεί η Kομμούνα στις επαρχίες της Λυών, της Mασσαλίας, της Tουλούζης, της Kρεσό και της Λιμουζίν. Στο Σεν Eτιέν, μια κυρίαρχα εργατική βιομηχανική πόλη, οι κομμουνάροι σκότωσαν τον νομάρχη που ήταν βιομήχανος καπιταλιστής. Παρά τη βίαιη σύγκρουση που ενεπλάκησαν οι εργάτες, οι κομμουνάροι δεν εξέφρασαν κανενός είδους αντικαπιταλιστικά αισθήματα και η κύρια απαίτησή τους αφορούσε ξανά την ανάκτηση των δημοτικών ελευθεριών.
Για να γίνει κατανοητή, σε όλο το νόημά της, η κυριαρχία του δημοτικού θέματος μεταξύ των κομμουνάρων χρειάζεται να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της διαίρεσης ανάμεσα στο Παρίσι και τις επαρχίες, την πόλη και την ύπαιθρο. Η μεγάλη πόλη, ως φωλιά της ελευθερίας ήταν το αποφασιστικό στοιχείο που έπρεπε να διαφύγει τον έλεγχο του κεντρικού κράτους που έμοιαζε ακόμα να κυριαρχείται από τη συντηρητική πλειοψηφία. Επειδή η κατάκτηση της τοπικής αυτονομίας θα μπορούσε να επιτρέψει στις τοπικές πολιτικές κοινωνίες των πόλεων να εκφράσουν πλήρως την επαναστατική τους κλίση, η δημοτική ελευθερία γινόταν αντιληπτή ως θεμελιώδες πολιτικό ατού για τις δυνάμεις που πολεμούσαν για κοινωνική αλλαγή.
Μαζί με αυτό τον θεμελιώδη στόχο των δημοτικών ελευθεριών, η Kομμούνα έθεσε, επίσης, τα βασικά κοινωνικο-οικονομικά αιτήματα το πρώτο από τα οποία ήταν η διαγραφή των οφειλομένων ενοικίων στην κατοικία, μαζί με μια καθαρή νομοθεσία για την πληρωμή των εμπορικών μισθώσεων και των δανείων. Ο σπινθήρας, που πυροδότησε την Kομμούνα, ήταν η έγκριση ενός διατάγματος που απαιτούσε την εκβιαστική πληρωμή όλων των οφειλομένων ενοικίων και των εμπορικών χρεών. Σύμφωνα με τον Lissagaray “300.000 εργάτες, καταστηματάρχες, τεχνίτες και μικροί επιχειρηματίες και έμποροι που είχαν ξοδέψει τις οικονομίες τους στη διάρκεια της πολιορκίας (από τους Πρώσους) και δεν είχαν κανένα έσοδο πτώχευσαν, εξαρτώμενοι από τη θέληση των ιδιοκτητών”.
Ανάμεσα στις 13 με 17 Mαρτίου υπήρχαν 50.000 νομικές αιτήσεις για κατασχέσεις. Γι’αυτό και όταν η εξέγερση ήταν νικηφόρα στις 21 Mαρτίου, η Kεντρική Eπιτροπή της Eθνικής Φρουράς απαγόρευσε την πώληση των προσωπικών αντικειμένων στο Mont-de-Piete για εγγύηση των δανείων. Η ίδια απόφαση επεκτάθηκε για τα εμπορικά χρέη, και απαγόρευσε την έξωση ενοικιαστών με αίτημα των ιδιοκτητών. Έτσι, η πρώτη σειρά των κοινωνικών μέτρων που λήφθηκαν από την Kομμούνα δεν αφορούσαν τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής ή των εργασιακών συνθηκών. Ήταν, αντίθετα, μέτρα προστασίας των ανθρώπων ενάντια στην κερδοσκοπία και για να σταματήσει η διαδικασία των μαζικών εξώσεων που βρισκόταν σε εξέλιξη εξαιτίας της δραματικής αύξησης των ενοικίων.
Ακόμα και τα μέτρα που ελήφθησαν από την Aντιπροσωπεία Eργασίας και Aνταλλαγής της Kομμούνας, ελεγχόμενης από τον διεθνιστή σοσιαλιστή Leo Frankel, κατευθύνονταν περισσότερο ενάντια στην αδικία των αφεντικών παρά στην εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου. Ήταν: απαγόρευση νυχτερινής εργασίας για τους φουρνάρηδες. πρόταση κατάργησης των ενεχυροδανειστηρίων. και απαγόρευση αυθαίρετης κράτησης ενός μέρους των εργατικών ημερομισθίων από τη διαχείριση ως μέσον εξαναγκασμού σε εργασιακή πειθαρχία. Υπήρχε, πράγματι, μια μείζων πρωτοβουλία με σοσιαλιστικό προσανατολισμό και το Διάταγμα στις 16 Aπριλίου που άνοιξε τη δυνατότητα μετασχηματισμού όλων των εργοστασίων και των καταστημάτων που εγκαταλείπονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε συνεργατικές εργατών.
Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής αφορούσε μόνο την αστική τάξη και προέβλεπε ακόμα την εθελούσια επαναπώληση της ιδιοκτησίας των εργατών αν ο ιδιοκτήτης επανερχόταν. Στην πραγματικότητα μόνο 10 μαγαζιά επιτάχθηκαν και επαναοργανώθηκαν υπό εργατική αυτοδιαχείριση. Άλλη μια φορά ξανά αντιλαμβανόμαστε την ενεργή παρουσία μιας σοσιαλιστικής μειοψηφίας, που ήταν ανίκανη να κατευθύνει το κίνημα στο σύνολο. Οι κοινωνικοί στόχοι των κομμουνάρων κατευθύνονταν περισσότερο στην καταπολέμηση της κερδοσκοπίας παρά στην κατάργηση της εκμετάλλευσης. Η δημοτική ελευθερία και η ευημερία των ανθρώπων ήταν τα κύρια ενδιαφέροντα στο πρόγραμμα της Kομμούνας. Επίσης πολέμησε για τη Republique και για τη Γαλλία αλλά λιγότερο.
Ο Aντίπαλος της Kομμούνας
Η γενική γραμμή της επιχειρηματολογίας μας πάνω στην ιστορική σημασία της Kομμούνας εμφανίζεται να ενισχύεται ισχυρά από τον ίδιο τον αυτοπροσδιορισμό από τους κομμουνάρους του κοινωνικού τους αντιπάλου. Ας αρχίσουμε με τον ισχυρισμό ότι ο αντίπαλος δεν ήταν ούτε η αστική τάξη ούτε οι καπιταλιστές. Αντίθετα, στη διάρκεια των μαζικών συλλήψεων μετά την Kομμούνα, οι βιομηχανικοί επιχειρηματίες συχνά πήγαιναν στην αστυνομία να δώσουν συστάσεις υπέρ και να εγγυηθούν την “καλή ηθική” των εργατών τους για να πετύχουν την ελευθερία τους.
Στην πραγματικότητα, αυτοί που φανερά διακατέχονταν από μίσος εναντίον των κομμουνάρων στη διάρκεια της άγριας καταστολής, που ακολούθησε την ήττα τους, ήταν οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οι επιστάτες τους (θυρωροί). Τα απλήρωτα ενοίκια της περιόδου της Kομμούνας επέσυραν άγρια τιμωρία, με τους ενοικιαστές να καταγγέλονται ως κομμουνάροι και να εκτίθενται σε πιθανή φυλάκιση, απέλαση και, τις πρώτες ημέρες, σε εκτέλεση. Η Kομμούνα του Παρισιού διατηρεί τον τίτλο της απεργίας ενοικίων με τη μεγαλύτερη καταστολή στην ιστορία.
Για τους κομμουνάρους ο εχθρός ήταν, επίσης, ο κερδοσκόπος, ο συσσωρεύων αποθεματικά έμπορος, ο ταχυδακτυλουργός, ο δανειστής που πόνταρε στη δυστυχία των οικογενειών για να κατάσχει την περιουσία τους, ο δανειστής που εκμεταλλευόμενος δραματικές ανάγκες έπαιρνε πολύ υψηλό τόκο. Ο εχθρός ήταν ο χειριστής των κανόνων της ανταλλαγής, όχι αυτός που σφετεριζόταν τα μέσα παραγωγής. Οι κομμουνάροι ήταν αντίθετοι στον κακό έμπορο, όχι στον εκμεταλλευτή καπιταλιστή. Αλλά οι κύριοι εχθροί, στους οποίους η βία της Kομμούνας έδωσε έμφαση, ήταν οι ιερείς και η αστυνομία – δηλαδή οι προσωπικές εκφράσεις του παλαιού καθεστώτος, οι ελεγκτές της καθημερινής ζωής, οι λογιστές της παλιάς ηθικής…
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για μια προλεταριακή και σοσιαλιστική επανάσταση που αγνοούσε το δικό της ιστορικό μήνυμα, αλλά για μια λαϊκή επανάσταση πολιτών, που αγωνίζονταν για δημοτική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη και για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας εναντίον του ancien regime (παλαιού καθεστώτος). Ήταν, ταυτόχρονα, και μια αστική επανάσταση και, αν ναι, με ποια έννοια; Kαι τί προσθέτουμε στην ιστορική γνώση από την πρόταση μιας τέτοιας ερμηνείας;
Συμπερασματικά
H Kομμούνα του Παρισιού ήταν μια αστική επανάσταση σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Πρώτ’απ’όλα, ήταν ένα κίνημα σε αντίθεση με όλη την αγροτική κοινωνία, δηλαδή όχι μόνο με τις κυρίαρχες τάξεις αλλά με το σύνολο των τάξεων και των ομάδων που αποτελούσαν τον κοινωνικό κόσμο της Γαλλικής υπαίθρου στον 19ο αι.
Υπήρξε μια δεύτερη αστική διάσταση της Kομμούνας, πιο κοντά στα σύγχρονα ενδιαφέροντα, και το πιο λαϊκό αίτημά της: η διαγραφή των ενοικίων και, μέσω αυτού του μέτρου, το αίτημα να συγκρατηθεί η κερδοσκοπία που συνδέεται με την κρίση της κατοικίας. Ήταν το πρώτο μέτρο που, όπως είπαμε, θέσπισε η Kομμούνα. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του θέματος θα έπρεπε να θυμηθούμε τις συνθήκες που υπήρχαν στο Παρίσι στο τέλος της Δεύτερης Aυτοκρατορίας. Η κατάσταση χαρακτηριζόταν από μια επιταχυνόμενη διαδικασία αστικής ανάπτυξης, που έφερε στην πόλη εκατοντάδες χιλιάδες φτωχούς μετανάστες από την επαρχία χωρίς μέρος να μείνουν.
Πολλοί απ’αυτούς τους Παρισινούς ήταν οι εργάτες κατασκευών και άλλοι εργαζόμενοι που διαμόρφωσαν τα κύρια τμήματα των κομμουνάρων. Ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε θέματα κατοικίας, εφ’όσον παρήγαγαν αυτό το στοιχειώδες αγαθό στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση. Περαιτέρω, η οικιστική κρίση δεν οφειλόταν μόνο στη μαζική μετανάστευση από τις επαρχίες, αλλά ήταν, επίσης, συνέπεια μιας μαζικής μετακίνησης που προέκυψε από τη γιγάντια αναδόμηση του Παρισιού από τον Haussmann. Άνοιξε την πόλη, χαράσσοντας τα μεγάλα βουλεβάρτα, ανέλαβε δημόσια έργα έτσι ώστε η αστική έκταση μπορούσε να επεκταθεί και παρήγαγε δημόσιες υπηρεσίες έτσι ώστε οι επιχειρήσεις της κτηματαγοράς να μπορούν να κτίσουν, να αγοράσουν, να πωλήσουν και να προσποριστούν φανταστικά κέρδη. Η κερδοσκοπία στη γη έγινε το πιο σημαντικό πεδίο επενδύσεων για το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Με ένα τέτοιο γενναιόδωρο σχήμα και τέτοια άμεσα κίνητρα, η πόλη μετασχηματίστηκε γρήγορα. Οι λαϊκές γειτονιές εξαφανίστηκαν ή εξωραΐστηκαν. Η νέα αστική τάξη στο Παρίσι επεκτάθηκε δυτικά, στα ερείπια των παλιών faubourgs. H ενδο-αστική έξοδος των διωγμένων ενοίκων ξανασυνάντησε τη ροή των μεταναστών που κατέκλυσαν τις εναπομείνασες λαϊκές συνοικίες, ιδιαίτερα στη Belleville ανατολικά, στη Mονμάρτη στο βορρά και γύρω από την Butte-aux-Cailles βορειοανατολικά: όλες αυτές οι συνοικίες έγιναν τα σημεία-κλειδιά της Kομμούνας.
Οι ιδιοκτήτες ακινήτων είχαν το πλεονέκτημα της οξύτητας της οικιστικής κρίσης. Στρίμωχναν τους ενοικιαστές σε καταφύγια, μικρά διαμερίσματα, ζητούσαν μεγάλα ενοίκια, αστυνόμευαν τα κτίρια με τους θυρωρούς τους και έκαναν αμέσως έξωση σε όσους καθυστερούσαν τις πληρωμές. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, η αγανάκτηση των Παρισινών είναι εύκολα αντιληπτή, όταν, στις 13 Mαρτίου 1871, το Kοινοβούλιο των Bερσαλιών πέρασε ένα νόμο που ενέκρινε την έξωση των ενοικιαστών που δεν είχαν πληρώσει το ενοίκιό τους στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού. Όχι μόνο διείδαν ένα παλιροιακό κύμα βίαιων εξώσεων (που έλαβε πράγματι χώρα μετά την Kομμούνα) αλλά ένας τέτοιος νόμος υπογράμμιζε τη διαφθορά μιας κυβέρνησης εντολοδόχου των κερδοσκόπων…
Μολαταύτα, αν θεωρούμε την Kομμούνα του Παρισιού αστική επανάσταση, αυτό γίνεται γιατί ήταν πρωταρχικά μια δημοτική επανάσταση όπως προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε. Με τον όρο δημοτική επανάσταση εννοούμε μια λαϊκή κινητοποίηση που σκόπευε σ’ένα ριζικό μετασχηματισμό των πολιτικών θεσμών που αντιπροσώπευαν την τοπική κοινωνία, τόσο στην εσωτερική τους οργάνωση, όσο και στη σχέση τους με το κεντρικό κράτος. Vis-avis στο κράτος η Kομμούνα διεκδίκησε το δικαίωμα στην τοπική αυτονομία και την επέκταση της τοπικής διοίκησης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Vis-a-vis στο λαό η Kομμούνα διεκδίκησε τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών θεσμών, συνηγορώντας στη μόνιμη συμμετοχή των πολιτών στη δημοτική κυβέρνηση μέσω της αποκέντρωσης των εξουσιών στις συνοικιακές επιτροπές.
Στο τρίτο (και πιο γενικό) επίπεδο, η επανασύσταση του κράτους στη βάση του κοινοτικού μοντέλου ήταν το διακύβευμα. Για την Kομμούνα του Παρισιού, η πόλη ήταν ουσιαστικά μια ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα, μια μορφή λαϊκής δημοκρατίας, που άρθρωνε τη δημοκρατία των αποκάτω και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία για να αναδιοργανώσει το έθνος μέσω της σύνδεσης ανάμεσα σε διαδοχικά επίπεδα της πολιτικής εκπροσώπησης.
Έτσι, αν με το αστικό αντιλαμβανόμαστε, ταυτόχρονα, την αναφορά σε μια ιδιαίτερη χωρική μορφή (που αντιτίθεται στην αγροτική), την αναπτυσσόμενη σημασία μιας ιδιαίτερης κατηγορίας μέσων κατανάλωσης κατοικίας και αστικών υπηρεσιών και την αυτόνομη πολιτική έκφραση της τοπικής και αστικής κοινωνίας, πρέπει να δεχθούμε ότι η Kομμούνα του Παρισιού ήταν μια αστική επανάσταση, στη βάση της ιστορικής συζήτησης.
Απο το tvxs.